Διώνη Δημητριάδου
Από τα υγρά αμπάρια ανασυρμένο
κει πάνω στο ψηλό κατάρτι
με το ‘να χέρι αντήλιο
να προνοεί θαλασσινούς κινδύνους,
σ’ ένα ορίζοντα
που ο ίδιος δεν ορίζει.
κει πάνω στο ψηλό κατάρτι
με το ‘να χέρι αντήλιο
να προνοεί θαλασσινούς κινδύνους,
σ’ ένα ορίζοντα
που ο ίδιος δεν ορίζει.
Μα αυτός -απλό ναυτόπουλο-
δεν τα νογάει αυτά,
μονάχα ψάχνει
μέσα απ’ τα μπλε τα σκοτεινά
να δει τη στέρεη γη,
να γαληνέψει ο σαλεμένος νους
απ’ τη θαλασσινή αντάρα.
δεν τα νογάει αυτά,
μονάχα ψάχνει
μέσα απ’ τα μπλε τα σκοτεινά
να δει τη στέρεη γη,
να γαληνέψει ο σαλεμένος νους
απ’ τη θαλασσινή αντάρα.
Κι εμείς, όλοι ναυτόπαιδες,
μπαρκαρισμένοι βίαια και άτσαλα,
σε ναυτικούς με απροθυμία μασκαρευόμαστε,
λες και έτσι αλλάζει ρότα το πλεούμενο.
Κι όσο για χώμα να πατήσουμε
ούτε κουκίδα μαύρη
ν’ αγναντέψουμε,
κι αν πεις για τέλος ταξιδιού
ούτε μια τρικυμία αληθινή
να μας φουντάρει στα βαθιά.
μπαρκαρισμένοι βίαια και άτσαλα,
σε ναυτικούς με απροθυμία μασκαρευόμαστε,
λες και έτσι αλλάζει ρότα το πλεούμενο.
Κι όσο για χώμα να πατήσουμε
ούτε κουκίδα μαύρη
ν’ αγναντέψουμε,
κι αν πεις για τέλος ταξιδιού
ούτε μια τρικυμία αληθινή
να μας φουντάρει στα βαθιά.
Χωρίς ψευδαίσθηση καμιά
για τόπο ιθακήσιο,
όλο στο κύμα ανάποδα θα πλέουμε.
για τόπο ιθακήσιο,
όλο στο κύμα ανάποδα θα πλέουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου