Όταν η έναρξη κηρυχθεί της Μεγάλης Απεργίας,
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου.
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές,
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε.
- μόνο με τα μάτια –
Σε μια ανύποπτη στιγμή
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας
ένας γεράκος,
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης,
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου.
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
Θα μπει
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε.
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω,
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν;
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --
Σε λίγες ώρες απραξίας
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει
με τους ώμους ανασηκωμένους
προς την πόρτα ανοικτή.
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός.
Μα θα περάσει μέσα,
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου.
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή
με τις αληθινές φωνές μας.
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης
να ωρυόμαστε με οργή.
Με το όνομά του τον φωνάζουμε,
μα δεν απαντά.
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια,
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη,
με δυο Απεργοσπάστες,
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
-- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή
φυσάει καπνό
από το δεξιό Φουγάρο --
Κατά το σούρουπο,
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη,
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει
για τη μισθοδοσία μια απάντηση.
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.
Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει,
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία,
γιατί έχω ανάγκες,
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο,
να προδίδω τον Εργοδότη
ή την Απεργία,
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου.
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου,
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας -
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό,
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα,
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις,
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο
και πιότερο δροσερό
στο δέρμα σου σαν κυλάει,
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά,
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες.
Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ
ο Τρίτος Απεργοσπάστης,
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε,
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις,
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
ένα πραξικόπημα σφοδρό,
του οποίου την έκβαση
δεν θα μάθαινες
ποτέ.
Για λίγο καιρό να μάχονται
τους παρακολούθησαν
ο γεράκος και ο μεσήλικας
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν
- χωρίς Προϊόν -
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου.
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές,
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε.
- μόνο με τα μάτια –
Σε μια ανύποπτη στιγμή
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας
ένας γεράκος,
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης,
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου.
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
Θα μπει
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε.
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω,
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν;
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --
Σε λίγες ώρες απραξίας
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει
με τους ώμους ανασηκωμένους
προς την πόρτα ανοικτή.
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός.
Μα θα περάσει μέσα,
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου.
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή
με τις αληθινές φωνές μας.
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης
να ωρυόμαστε με οργή.
Με το όνομά του τον φωνάζουμε,
μα δεν απαντά.
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια,
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη,
με δυο Απεργοσπάστες,
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
-- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή
φυσάει καπνό
από το δεξιό Φουγάρο --
Κατά το σούρουπο,
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη,
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει
για τη μισθοδοσία μια απάντηση.
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.
Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει,
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία,
γιατί έχω ανάγκες,
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο,
να προδίδω τον Εργοδότη
ή την Απεργία,
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου.
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου,
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας -
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό,
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα,
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις,
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο
και πιότερο δροσερό
στο δέρμα σου σαν κυλάει,
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά,
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες.
Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ
ο Τρίτος Απεργοσπάστης,
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε,
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις,
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
ένα πραξικόπημα σφοδρό,
του οποίου την έκβαση
δεν θα μάθαινες
ποτέ.
Για λίγο καιρό να μάχονται
τους παρακολούθησαν
ο γεράκος και ο μεσήλικας
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν
- χωρίς Προϊόν -
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου