Πέταξα όλα τα παλιά μου ρούχα,
πέταξα έπιπλα, ενθύμια παλιά,
πέταξα έπιπλα, ενθύμια παλιά,
φωτογραφίες σε κορνίζες που ‘χα,
τις αναμνήσεις, πώς να τις πετάξω ξαφνικά;
Της λήθης την αρρώστια ήθελα να ‘χα,
αυτή που λένε πως δεν έχει γιατρειά,
που μια γραμμή τραβάς κι όλα ξεχνιούνται τάχα,
και το μελάνι απ’ το στυλό, το ρίχνεις στη φωτιά.
αυτή που λένε πως δεν έχει γιατρειά,
που μια γραμμή τραβάς κι όλα ξεχνιούνται τάχα,
και το μελάνι απ’ το στυλό, το ρίχνεις στη φωτιά.
΄Ετσι νομίζεις ξεχασμένα τα’ χεις όλα,
και μες στης λήθης τους διαδρόμους περπατάς,
πως καταστράφηκαν σε μία καραμπόλα,
κι όμως, πάλι, σαν τα μάτια τις ζητάς.
και μες στης λήθης τους διαδρόμους περπατάς,
πως καταστράφηκαν σε μία καραμπόλα,
κι όμως, πάλι, σαν τα μάτια τις ζητάς.
Όταν η δύναμη του έρωτα μιλάει,
ούτε αρρώστια, ούτε λήθη αποζητά.
Σε κάθε σκέψη θλιβερά χαμογελάει,
τις αναμνήσεις, πώς να τις πετάξεις ξαφνικά;
ούτε αρρώστια, ούτε λήθη αποζητά.
Σε κάθε σκέψη θλιβερά χαμογελάει,
τις αναμνήσεις, πώς να τις πετάξεις ξαφνικά;
Από το Ανθολόγιο Ποίησης «Αχ!΄Ερωτα...»
Εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου