Βασίλης Πανδής
Σε συναντώ στο δρόμο τυχαία
την καθορισμένη μέρα κι ώρα
με της συνενοχής το βλέμμα
Στα σεντόνια της ανημπόριας
ξημερώνει ολοκόκκινος ο Μάης
κι όλη η ιστορία της Ποίησης,
γεωγραφία της χαμένης πατρίδας,
που απλώνονται απ' άκρη σ' άκρη της
φαράγγια τερπνά
Σ' αραχνένιους ιστούς μπλεγμένοι,
τσιγάρο ανάβουμε,
να φέρουμε ένα φαρμάκι πιο κοντά,
να πάνε κάτω τ' άλλα τα πλιότερο πικρά
Μην αφήνεις άλλο το νερό
να τρέχει μες απ' τα χέρια σου
Σε λίγο
κύματα σκουριασμένα θα τρέχουν
και θα σαρώνουν τα βουνά και τα κορμιά μας,
όσο να γκρεμοτσακιστούν
οι βαριές πέτρες
που μάζευα όλη μέρα
Φύσα έξω απ' το παράθυρο την απολιθωμένη πεταλούδα
που 'χει χάσει πια το περιτύλιγμά της
και μας καίει τους μηρούς
Φέρε μια γύρα,
ν' ακούσω μέσα μου τα βήματά σου
Κι αν βγεις έξω, τι θα ιδείς;
Μόνο το χίλιντρα που χιμάει με τη λαύρα στη γλώσσα
Άσε
Καλά είμαστε κι εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου