Σελίδες

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Το χώμα που μένει (απόσπασμα)

 Πάνος Κυπαρίσσης 
Ελένη

Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους

Ενα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια-
κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά

Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα

Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένε
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες

Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά-
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα

***


Βράδια βροχής

Ολη τη νύχτα με τη νύχτα στα μάτια
και τους καθρέφτες να γράφουν
νωπές εικόνες των χαμένων

Τον πατέρα σε αόριστη κλίση
τη θεία στην Τασκένδη
τον Τάκη, τον Παύλο στην Ουγγαρία
τη Χρυσάνθη στα τριάντα

Ξεπεζεύουν χρόνια θαμμένοι
ξεκαρφώνοντας τη μνήμη
ώς τον κρυφό της βυθό
Κοιτάζουν με 'κείνο το βλέμμα της πείνας-
της άλλης πείνας
που τύχη δεν είχε

Δε μιλούν, επιμένουν κι ο κώδικας σπάζει

Τους βρίσκω σε κήπους
Σε νερά κι οπωροφόρα του νου
σε βρύσες τυφλές
με χέρια λευκά και χορτάρια στους ώμους

Σε γεφύρια κομμένα

Ποια εποχή να ντυθώ;

Πώς να τους θησαυρίσω;



***


1997. Υπουργείο Πολιτισμού και Δήμος Αθηναίων
Μνήμη Οδυσσέα Ελύτη

Φυσικό μέγεθος σε βάθρο
με μια κλίση ακρόπρωρου
δεν ξέρω σε ταξίδι ποιο

Ανεβαίνεις στον άλλο βυθό
δίχως να λογαριάζεις το νεκρό του γαλάζιο
το μέσα σκοτάδι

Εαρινός
με βλέμμα εφηβικό
και κάτι ελάχιστα στραβό στα χείλη
να σε μεγαλώνει

Δε γύρισε κανένας να σε δει
Λίγο οι πρασινάδες
λίγο τούτη η ζωή

Δείχνεις μεταμφιεσμένος
στο πράσινο του χαλκού, ξένος
Πουλιά μόνο σε σκάβουν
σου κεντούν την κεφαλή

Τι βλέπεις τώρα 
σε προσομοίωση μετάλλου;
Στον αιώνα σου μας είπες

Δε σε ρωτώ ν' αποκριθείς
όπως κανέναν απ' όσους κόβουν την κλωστή
κι εχέμυθοι σιωπούν μέσα στη νύχτα
Εμένα ρωτώ κι άλλον τρόπο δε βρίσκω

Απόγευμα προς το δείλι
καθώς τα σηκώνει όλα η λήθη
μισοντυμένα και τα φυγαδεύει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου