Σελίδες

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Επιστολες στο Αδειο Δωματιο (31)

του Γεωργίου Νικολόπουλου
Σ’ ΕΚΕΙΝΗ
Κι ο χώρος πάγωσε. 
Γύρισα να φύγω, προτού τα μάτια μου αρχίσουν να γυαλίζουν, προτού το μυαλό μου αρχίσει να θολώνει. Αναζήτησα την έξοδο στο μισοσκόταδο. Ευτυχώς, η φωτισμένη με χρώμα μπλε επιγραφή «ΕΞΟΔΟΣ» ήταν ακριβώς μπροστά μου και έτσι προχώρησα. Σχεδόν έτρεξα. Τα σκαλιά κατέβηκα με βήματα γοργά, σαν άλματα, δυο- δυο, τρία- τρία. Στραβοπάτησα και κατρακύλησα ως την κύρια έξοδο.
Στηρίχτηκα ξανά στα πόδια μου και περπάτησα.
Βγήκα έξω. Κοντοστάθηκα και κοίταξα ολόγυρα. Η νύχτα έδειξε να γίνεται πιο μαύρη. Έσφιξα τα χέρια μου, σαν ήθελα σίδερα να λυγίσω. Προσώπου μορφασμούς προσπάθησα- ήθελα- να αποφύγω, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέμαι γιατί τα χείλη μου δαγκώνω. Σηκώνοντας το βλέμμα, είδα ανθρώπους δίπλα μου να γελάνε. Γέλασα κι εγώ. Εύκολη η τέχνη του ηθοποιού. Και σε ότι με ρώτησαν, κούνησα απλά το κεφάλι- ποτέ δεν άκουσα ούτε μια ερώτηση.
Η φύση ξαφνικά αγρίεψε και κυριάρχησε.
Ο αέρας ήταν τόσο τρομακτικός και βίαιος με τα δέντρα, τις τέντες και τα χάρτινα κουτιά στα σκουπίδια. Μα εγώ ακίνητος, πνεύμα τε και σώματι. Δε μπορούσα να βγάλω το πρόσωπό της από το μυαλό μου, ούτε και τα τελευταία λόγια της. Και όσο ερχόταν στο νου μου, τόσο μακριά να φύγω ήθελα. Διέσχισα το δρόμο και άρχισα να κατηφορίζω σ’ ένα δρομάκι, που ούτε καν ήξερα που έβγαζε.
Μα δε μ’ απασχολούσε κιόλας.
Περπατούσα μόνος στο στενό αυτό δρομάκι, μα ένιωθα τη μορφή της να με καταδιώκει. Όπου και αν κοιτούσα, Εκείνη, βρισκόταν εκεί. Αποφάσισα να περπατήσω με τα μάτια μου κλειστά, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσω κάθε εικόνα από το μυαλό μου. Μάταια. Αρκούσαν μερικά βήματα μόνο, για να παραδεχτώ πόσο εύκολα η καρδιά εξουσιάζει το μυαλό. Δεν ήταν αυτή η διαπίστωση, όμως, που με έκανε να σταματήσω το βηματισμό μου απότομα.
Όταν άνοιξα τα μάτια, Εκείνη, βρισκόταν δίπλα μου. 
Σάστισα. Γύρισα το πρόσωπό μου πάλι προς το δρόμο και συνέχισα να περπατώ. Χαμογέλασα. Την ένιωθα να με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα. Εκείνη, βρισκόταν δίπλα μου και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Στιγμή δε σκέφτηκα να ρωτήσω, γιατί και πώς άλλαξε γνώμη, γιατί με ακολούθησε ως εδώ μετά τη φυγή μου. Ήταν εδώ. Δικιά μου. Μαζί μου.

«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη», της ζήτησα.
Το φωτεινό της βλέμμα και το γλυκό χαμόγελο με προέτρεψαν να συνεχίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα, ανασήκωσα τους ώμους και κοίταξα ευθεία. Το δρομάκι έφθανε στο τέλος του σε λιγότερο από πέντε λεπτά περπάτημα και κατέληγε σ’ ένα υπερυψωμένο τοιχάκι, με θέα τη θάλασσα, ενώ ακριβώς από κάτω απλώνονταν απότομα και σκληρά βράχια. Η θάλασσα είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον τους.
«Θέλω να με ακούσεις», συνέχισα χαμηλόφωνα.
Το σώμα μου είχε διαπεράσει ένας ηλεκτρισμός που προηγούμενο δεν είχε, καθώς, αργά, ακολουθούσαμε το κατηφορικό δρομάκι. «Συγχαρητήρια για την πρεμιέρα σου. Έσκισες!», είπα και χαμογέλασα, μα δε γύρισα να την κοιτάξω. Είχε καταλάβει ότι η στενή της παρουσία δίπλα μου εμπόδιζε την συγκέντρωσή μου. Έτσι, ερχόταν όλο και πιο κοντά. Για μια στιγμή, ένιωσα το χέρι της ν’ ακουμπά το δικό μου. Κίνηση όμως δεν έκανα. Ήθελα να της μιλήσω και εκείνη υποσχέθηκε να με ακούσει. Το ήθελε. Με ήθελε. Γιατί, άλλωστε, να με ακολουθήσει;
«Στις πρεμιέρες φέρνουν τριαντάφυλλα», μου είπε χαρούμενα.
Ή κάτι τέτοιο. Δυσκολευόμουν τόσο να πιστέψω ότι ήταν δίπλα μου, που ούτε καν απάντησα. Στο μυαλό μου επικρατούσε πλήρης σύγχυση και αναρχία. Γιατί να μην κόπαζε ο αέρας και να επέστρεφε η ησυχία; Γιατί να μην είναι μια μέρα ανοιξιάτικη, φωτεινή, με γαλανό ουρανό και χελιδόνια να περιφέρονται στην ατμόσφαιρα; Γιατί να μη βλέπω μια υπέροχη παραλία με άμμο, σε αντίθεση με την ανεμοδαρμένη θάλασσα κα τα βράχια μπροστά μου; Γιατί Εκείνη…; Γιατί; 
«Εσύ μου έμαθες να λέω τί αισθάνομαι στον άλλο».
«Και εσύ που μου το έμαθες, τώρα το παίρνεις πίσω», πρόσθεσα. Με κοίταξε μ’ ένα παράπονο στα μάτια. Μάτια που είχαν το χάρισμα να ασκούν τεράστια δύναμη σ’ οποιονδήποτε. Μάτια που σε καθήλωναν. Εγώ, όμως, αγέρωχος, και έτσι για λίγο ακολούθησε σιωπή. Το άρωμα της προσπαθούσε να κυριεύσει τις αισθήσεις μου, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. «Διαβολάνεμε- εχθρέ!», ψιθύρισα, καθώς πλησιάζαμε στο τοιχάκι πάνω από τη θάλασσα, στο τέλος του δρόμου.
Αναπήδησα και στάθηκα όρθιος στο τοιχάκι.
Η θέα που αντίκρισα ήταν μαγευτική, μα και τρομακτική. Εκείνη, στεκόταν πίσω μου, λίγο πιο μακριά. Με προέτρεψε να κατέβω, καθώς φοβόταν τον αέρα, τη θάλασσα, τη στιγμή. Γύρισα προς το μέρος της, χωρίς να κατέβω από το τοιχάκι. Αμέσως, το πρόσωπό μου χλόμιασε, άσπρισε, πήρε το χρώμα του γάλακτος.
«Ξέρω που είσαι αυτή τη στιγμή.», αναφώνησα.
Και ξέρω, επίσης, που δεν είσαι. Το άκουσμα της φωνής μου αποτέλεσε τη μοναδική παραφωνία στην τρομερή φυσική αρμονία της στιγμής. Και η βίαιη επιστροφή από το χώρο των ονείρων στην πραγματική μοναξιά μου, μ’ ανάγκασαν να βρίσω αισχρά τον εαυτό μου, κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό. Εικόνες φωτεινές έφερνα στο νου μου, μα ήξερα, ότι πλέον ήταν ψεύτικες. Πλαστά δημιουργήματα, της φαντασίας ατοπήματα, που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Χαμήλωσα το κέντρο βάρους μου, ώσπου γονάτισα.
Έβγαλα προσεκτικά μια διπλωμένη σελίδα τετραδίου από την τσέπη του παντελονιού μου. Στο άνοιγμα της… η υπόσχεσή μας. Συνειρμικά θυμήθηκα τη στιγμή που έγραψα: «Θα είμαι δικός σου, όσο οι θάλασσες με φέρνουν προς το μέρος σου». Και Εκείνη, ακριβώς από κάτω έγραψε: «Θα αγαπώ όλες τις θάλασσες, γιατί θα περιμένω να σε φέρνουν». Μακάρι να έβλεπες τη θάλασσα τώρα.
Τοποθέτησα τη σελίδα πάνω στο τοιχάκι, διπλωμένη.
Μάλιστα, την κάλυψα με χώμα και μικρές πέτρες, ώστε να μείνει εκεί. Για όσο αντέξει. Σηκώθηκα και πάλι όρθιος, αυτή τη φορά με δυσκολία. Τα πόδια μου ίσα ίσα με κρατούσαν, ενώ είχα αρχίσει να τρέμω από το κρύο. Κρύο… το νέο συνώνυμο του φόβου. Κι όλα γύρω μου άρχισαν να κινούνται αργά. Κοίταξα το ρολόι: 03:03. Έμοιαζε περισσότερο με ημερομηνία. Χαμογέλασα και αφέθηκα ελεύθερος στη θέληση της φύσης.
Μέσα μου ήξερα, γιατί το τελευταίο πράγμα που ένιωσα, ήταν η οργή των κυμάτων της θάλασσας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου