του Φοίβου Ανατολέα
Γκρίζα κι ασημοπράσινη, απ’ τον ήλιο χρυσωμένη,
ελιά, περνά από πάνω σου η αμέτρητη αιωνιότη
κι ούτε ένα φύλλο σου σκορπά κι ούτε λαφριά σ’ αγγίζει.
τα γερατειά σου σέβεται, πανίερη, κάθε πλάσμα.
Το σύμβολο είσαι μιας ζωής ειρηνικιάς κι ωραίας
― η ομορφιά σου αρρενωπή, ασήμι η καλωσύνη ―
πίσω από τα ξανοίγματα των μπράτσων σου μ’ αρέσει
το βαθυγάλαζο ουρανό, τα σύγνεφα να βλέπει.
Σου πρέπει πράσινο χαλί, τις ρίζες σου ν’ απλώνεις
και τ’ οργωμένο κόκκινο το χώμα σου ταιριάζει.
Του τρύγου είναι τρελή η χαρά, η δική σου ξεχωρίζει
όταν σε τριγυρίζουνε μαζώχτρες, ραβδιστάδες.
Λιγνά στα νιάτα και κομψά τα μπράτσα σου υψώνεις
κι όταν γεράσεις και σκεβρή πάνω στο χώμα γύρεις,
δεν παραδίνεις την ψυχή ― την ιερή ψυχή σου ―
πριν νια βλαστάρια πεταχτούν στη γέρική σου ρίζα.
Λιτή, αυστηρή, γαληνική, σα ενάρετη κοπέλα,
μακαρισμένη μια χαρά και ειρήνη συμβολίζεις.
Είναι ευλογία του σπιτιού ο καρπός σου και το ξύλο
όταν στο τζάκι το χειμώνα ωραία λαμπαδίζει.
πηγη: Κώστας Γ. Μίσσιος Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών, τόμος 9ος, σελ. 98, Μυτιλήνη 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου