Φεύγοντας ξέχασες εδώ
το πιο ζεστό παλτό σου
στο είχα πάρει τη χρονιά
που ’χαμε κάμποση σοδειά
να το φοράς τις Κυριακές
να είναι το καλό σου.
Θυμάμαι το καμάρωνες
κι εγώ κοιτούσα εσένα
τον Αϊ-Γιώργη μού ’μοιαζες
με κάθε βλέμμα μου ’ταζες
ούτε μου πέρναγε απ’ το νου
πως θα ’φευγες στα ξένα.
Μαζί πηγαίνατε σχολειό
μαζί στο καρδιοχτύπι
πότε στους ώμους σου ριχτό
πότε στη χούφτα σου συρτό
Τώρα πώς το χωρίστηκες;
Άραγε να σου λείπει;
Πάντοτε το ’χες συντροφιά
κι αχώριστό σου φίλο
έτσι ριγμένο στη γωνιά
πνέει του κορμιού σου ευωδιά
μη μου κρυώσεις νοιάζομαι
και πώς να σου το στείλω;
Ξέρω πως δεν το ξέχασες
μόν’ τ’ άφησες σε μένα.
Δεν πάει με τα κασμίρια σου
και μ’ όλα τα ζαφείρια σου,
χρυσάφια, ασήμια κι όλα αυτά
που θα φοράς στα ξένα.
Φόρα τα, γιε μου, τα χρυσά
φόρα τα φιλντισένια
Μέσ’ την ντουλάπα την παλιά
που όλο αναμνήσεις έχει πια
το ρούχο σου το παιδικό
θα καρτεράει εσένα.
Κατερίνα Μακρή
Α βραβείο Δ' Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού «Καισάριος Δαπόντες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου