Σελίδες

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Λανθάνω, που θα πει: «Δε γίνομαι αντιληπτός»

                                                                         Κόκκορη Ναταλία

“I kissed her.  Kissing is more intimate than fucking.”

Ο λύκος δεν πρέπει να μάθει τίποτα.

Η υποψία του φιλιού του είναι ακόμη στα χείλη σου.
Όχι του λύκου, φυσικά. Ο λύκος σου, άνευ μέτρου σε όλα του, γεμάτος χασμωδίες κοιμάται ανυποψίαστος δίπλα σου.
Το κεφάλι του ακουμπά στο στήθος σου.
Αλλά δεν ξέρει. Υπάρχουν ιστοί στο θώρακά σου κι ένα μικροσκοπικό σπουργίτι
-κυανό, δηλητηριώδες- που προσπαθεί να δραπετεύσει.
Ξαγρυπνάς κάτω από τη γούνα του.

Ο άλλος σου είχε προτείνει να διαβάσεις Bukowski.
Πίνει ιρλανδέζικο ουίσκι (με ένα παγάκι), καπνίζει lucky strike,
έχει ένα μικρό τατουάζ στο δείχτη του,
απέχει 623 μίλια κι 156 ώρες.
Κατεύθυνση βόρεια-βορειοανατολικά.

Σας χωρίζει μια νοητή γραμμή από σύνορα κι ένα χειροπιαστό πέλαγο από πρέπει.

Έχεις χαθεί σε ένα σκοτεινό δάσος από μαύρα πλήκτρα,
λευκά γράμματα, λέξεις που λέγονται σιωπηρά και κάνουν κρότο.
Ακολουθείς μονοπάτια χωρίς πέρατα που καταργούν τις αποστάσεις.
Είναι λεπτά σαν κλωστές, αόρατα και καμωμένα από μετάξι.
Ακροβατείς. Είσαι αράχνη, λέαινα, τίγρης, δολοφόνος.
«Eυχαριστώ που δεν είπες τίποτα».
Ύστερα κατασκηνώνεις κάτω απ’ την οθόνη του κινητού σου.
Κάνει κρύο, ανάβεις ένα τσιγάρο. Όχι για να το καπνίσεις. Το αφήνεις να καίγεται. Βρέχει. Δεν απαντά. Η οθόνη σκοτεινή, δίχως αστέρια.
Καλύτερα έτσι. Τι να τα κάνεις, έχεις το λύκο σου, ένα δικό σου κομμάτι
έναστρης νύχτας.
Ξαφνικά ο ουρανός φωτίζεται. Μια αστραπή από άτονες, βιαστικά γραμμένες λέξεις:
«Σε ενα παραλληλο συμπαν που δε θα υπηρχε εκείνος ισως και να σε ηθελα».

Ο διάλογοί σας είναι καμωμένοι από ιστό
έτσι που να καταστρέφονται εύκολα.
Αλλά κολλάνε παντού.

Είσαι ένα μηδενικό κι εκείνος είναι ο ένας.
Η αντανάκλαση του φιλιού σας πάνω στον καθρέφτη,
ένας κώδικας από ψηφία, μια επανάληψη από μονάδες και μηδενικά.
Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.
Κι όμως μένεις άυπνη, να σκέφτεσαι την πιθανότητα
σε κάποιο χωροχρόνο να είσαι στο σοκάκι, στον αριθμό 10011.
«Μικροι.ειμαστε ακομη, καποια.στιγμη μπορεί να…»
Τα λόγια του, ανορθόγραφα, σπασμένη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι σου.
Ψιχαλίζει. Ένας υπόκωφος μηχανικός βόμβος. Το γαλαζοπούλι στον παλμό σου.
Μουδιασμένα pixels. Άνω και κάτω τελεία. Κλείνει η παρένθεση. Κοιμάσαι.
Το φως εδώ είναι ηλεκτρικό κι έχει χρώμα μπλε γαλακτερό, σαν πορσελάνη.
Το φεγγάρι είναι μισό και κέρινο.

Ο λύκος έχει όλους τους αστερισμούς πάνω στη γούνα του,
τα βράδια σε διδάσκει πώς να τους ξεχωρίζεις.
Είναι το σύνολο της ύπαρξης, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Θέλεις να είναι.
Μόνο που το πιο κοντινό άστρο είναι έτη φωτός μακριά
κι εσένα σε ενδιαφέρει πιο πολύ το φωτάκι που αναβοσβήνει στο κινητό σου.

Στο κρεβάτι σου κοιμάσαι με το λύκο, μόνο με το λύκο.
Πάνω στα πλήκτρα, όμως είναι ο άλλος.
Τα δακτυλικά του αποτυπώματα, η σκιά από τα μηνύματά του
και η στάχτη απ’ τα τσιγάρα του.
Μια μικρή σκηνή εγκλήματος.
Η σκέψη σου είναι ένα κρεβάτι με
ανάκατα σεντόνια, ιδρωμένα, με το άρωμα της μαστίχας και της βανίλιας ανόσια μπλεγμένα
και ανούσια.
Έχεις ό, τι ζήτησες.
Μόνο που αυτό που ζήτησες δεν ήταν τελικά αυτό που ήθελες.
Έχεις ξεμείνει με έναν γαλαξία από άχρηστα, περιδινούμενα άστρα,
όταν αυτό που ήθελες ήταν να βλέπεις την καύτρα απ’ το τσιγάρο του τα πρωινά.

Ο λύκος…
Ο λύκος τουλάχιστον σε γλύφει στο πρόσωπο,
αίμα, πούδρα, κάρβουνο,
σε κοιτάζει,
σε εμπιστεύεται.
Δε ρωτά για το σημάδι στο σβέρκο σου,
ούτε για το κραγιόν σου που δεν μπορεί να μείνει στα περιγράμματά του.
Ξυπνά δίπλα σου και χαμογελά.
Εσύ ονειρεύεσαι πως κοιμάσαι με τον άλλον και ξυπνάς φιμωμένη
με φτερά κούκου.
Όμως ο λύκος δεν καταλαβαίνει την ασφυξία στα φιλιά σου.

Παίζετε κρυφτό στο δάσος.
Συνήθως κρύβεσαι στο backspace ή στο πλήκτρο διαγραφής.
Αλλά δεν μπορείς να σβήσεις όσα έγιναν.
Σου έχουν μείνει ελάχιστες λεπτομέρειες.
Το χέρι του στη βάση του λαιμού σου.
Τα καστόρινα παπούτσια και το ασορτί σακάκι.
Και από το φιλί του σου έμεινε μόνο εκείνο το ηλίθιο σημάδι στη μέση του μηρού,
και η μελανιασμένη αίσθηση 
ότι σε περιμένει ένας μακρύς χειμώνας να διαβάζεις στο κρύο την απουσία του.
Το χιόνι πέφτει σαν στάχτη, καίει τα σημεία που σε άγγιξε, κάθεται πάνω στα δέντρα.
Τα φύλλα τους είναι καμωμένα από αειθαλείς φωτογραφίες.
Σε μια φιλά μια γυναίκα που μοιάζει με άγαλμα
Σε κάποια χαμογελά λοξά.
Σε μια άλλη είναι μια κοπέλα –όχι εσύ- γονατιστή σε μια σπηλιά
με το νερό να καλύπτει τους μηρούς της.

Ο λύκος σου μαζεύει λουλούδια. Το μόνο που δεν ξέρει είναι ότι
τα κίτρινα είναι τα τριαντάφυλλα της ζήλιας.
Και αυτό που ξέρεις εσύ είναι ότι όλες οι μαργαρίτες έχουν
ημερομηνία λήξης.

Το πληκτρολόγιο γίνεται λαβύρινθος χωρίς έξοδο,
εσύ είσαι ένα ποντικάκι που τρέχει αποπροσανατολισμένο
βόρεια-βορειοανατολικά,
τα βήματά σου σαν χτύποι ρολογιού, τικ-τοκ,
φτάνεις στα όρια, εκπίπτεις.
Και συνειδητοποιείς ότι ζούσες από πάντα σε μια σκακιέρα,
με άσπρα και μαύρα πλήκτρα.
Μόνο που δεν ξέρεις από στρατηγικές.
Εσύ είσαι ένα πιόνι που έγινε βασίλισσα, γιατί έφτασε στα άκρα.
Είσαι οχιά, λέαινα, δολοφόνος.
Χαμογελάς μαργαριτάρια, κραγιόν, δηλητήριο.
Ο λύκος τριγυρίζει στα τετράγωνα, τινάζει την ουρά του.
Ο άλλος μένει κλεισμένος στον πύργο του από φίλντισι, καπνίζοντας τις μέρες του.
«Τι θα μείνει από εμένα όταν πεθάνω; Ένα τίποτα. Λίγο άζωτο, οξυγόνο, υδρογόνο, και άνθρακας. Και 21 γραμμάρια ψυχής. Όταν πεθάνω θα λύσω εκείνο το ένα μυστήριο του κόσμου...»
Εσύ θες να του πεις πως και τα αστέρια είναι από άνθρακα και θειάφι, ότι όλα είναι καμωμένα
από αστερόσκονη και σκόνη.
Είσαι ζαχαρωμένα συναισθηματική, προδότρια, κοινή πόρνη.
Μέσα από μια οθόνη αφής δεν περνά το άγγιγμα.
Άνω κάτω τελεία. Κάθετος.
Δεν αφήνεις ίχνη, αλλά στα ακροδάχτυλά σου κολλάνε ιστοί και λευκά πέταλα.

Φαντάζεσαι τη στιγμή που θα τον δεις.
Εκείνο το δευτερόλεπτο που θα πάψει να είναι ολόκληρος μια κρύα οθόνη
και θα γίνει πάλι άνδρας που σε κρατά από τη μέση
και συμβαδίζει το βήμα του με τα τακούνια σου.
«Τι κάνεις εδώ;», θα ρωτήσεις.
«Ήρθα για να διαβάσω», θα πει.
Είναι 23 χρονών και είναι όμορφος. Πολύ.
Αλλά τι σημασία έχει τελικά;
Εκείνος ζει σε ένα γυαλί,
εσύ είσαι ηγεμονική, αυτοκρατορική, ανένδοτη, παρορμητική, διασκορπισμένη,
φωλιάζει στο στήθος σου ένα αγρίμι,
ένα φίδι, μια λευκή τίγρης.
Είσαι αρπαχτικό, άρρωστη, ανακόλουθη, κακομαθημένη.
Ο λύκος σε λατρεύει
άπιστη, τυραννική, εριστική, κυνική, σκύλα
κι ο άλλος θα είναι πάντα
τόσο ανένδοτος, ράθυμος, εκνευριστικά νηφάλιος
ελεύθερος.
Δεν έχει καμία σημασία.
Δεξί κλικ. Διαγραφή.








Και ο λύκος έμαθε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου