Κόκκορη Ναταλία
«Θα αντάλλασσες
αυτή την παρηγοριά
για ένα όμορφο
ψέμα;»
Τα
μαλλιά σου είναι ένα σκοτεινό δάσος
που
έπρεπε να διασχίζω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.
Στο
καλάθι μου οι μαρμελάδες ζαχαρώνουν δίπλα σε μουχλιασμένο ψωμί
κι
όμως εγώ επιμένω να γυρίζω και να χάνομαι
μέσα
στα ίδια πεύκα.
Η
μνήμη μου ένα αόρατο μονοπάτι
με
φαγωμένα ψίχουλα.
Κάτω
από ένα κυπαρίσσι κάθεται ο πατέρας
με τα
θολά του γυαλιά και το καλό του σακάκι.
Μυρίζει
βρεγμένη γη και ταλκ.
Κρατά
το βιβλίο μου με τις ζωγραφιές.
Ξέρει.
Για
τους άνδρες που περνούν απ’ το κρεβάτι μου.
Δώδεκα.
Ώρα
να γυρίσω. Μείνε απόψε. Σε θέλω. Άφησέ με.
Πλέκω
ένα φόρεμα από κόκκινες τσουκνίδες.
είναι
απαλό και αφήνει φαρμάκι στο άγγιγμα.
Το
κουβάρι μπλέκεται όσο το ξετυλίγω
(να
κοιμηθούμε μαζί. το λήγουμε; τι θέλεις να κάνω;)
βρίσκομαι
με κάποιο τρόπο με το δάχτυλο πάνω στο αδράχτι.
Ξανά.
Αγκάθια
μπαίνουν στην κάμαρά μου,
στη
βιβλιοθήκη φυτρώνουν υπνοφόρες παπαρούνες,
σφίγγουν
στα εύπλαστα κλωνάρια τους τις λέξεις,
ώσπου
τις στραγγαλίζουν.
Ξεχύνεται
ένα άρωμα από καμένη καραμέλα.
Κοιμάμαι
ως το μεσημέρι,
αλλά
κανένας δεν έρχεται.
Οι
εφιάλτες μου έχουν πράσινο χρώμα και κρύβονται κάτω απ’ το στρώμα μου.
Βάζω λίγο
κονιάκ στον καφέ μου,
εθισμένη
στην ανάγκη μου για ένα θαύμα.
Το
ασχημόπαπο στον καθρέφτη πεινάει για προσοχή.
Βάφω
τα χείλη μου κόκκινα,
χορεύω
βαλς με τέρατα και φρύνους
Το
φιλί τους έχει γεύση από ξινόμηλο.
Είμαι
ολόκληρη ένα κουρέλι.
Σέρνω
το πάνινο σώμα μου στην άσφαλτο.
Ακολουθώ
μια διάφανη, μαύρη γάτα.
Ένας
πύργος από τραπουλόχαρτα μες στο στήθος μου
απειλεί
να γκρεμιστεί.
Κανένας
πρίγκιπας δε με βρίσκει
κι
εσύ δε θέλεις να με ψάξεις.
Τα
γοβάκια μου αφήνουν ίχνη από μαργαρίτες μες στα χιόνια.
Όλες
τους έχουν ζυγά πέταλα,
έτσι
που καμιά να μη μου δίνει την απάντηση που θέλω.
Όμως
εσύ, με τα γαλάζια σου μάτια,
εσύ,
που δεν είχες σπαθί, κι ούτε ήθελες να σκοτώσεις κάποιο δράκο
αλυχτούσες
κάτω από ένα ισχνό φεγγάρι:
Σ’
αγαπάω απεριόριστα.
Δε
φταίει ο παραμυθάς αν εγώ πίστεψα στα παραμύθια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου