Σελίδες

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

ΟΙ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ της Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη




 

Το καμιόνι με τους Γερμανούς στρατιώτες σταμάτησε στην πλατεία του χωριού. Κατέβηκαν και σκόρπισαν να βγάλουν τον κόσμο από τα σπίτια και να τους μαζέψουν όλους, άντρες, γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους σ’  ένα μεγάλο οικόπεδο απέναντι από την πλατεία.

Γεμίσανε οι δρόμοι με στρατιώτες και χωρικούς. Μονάχα τα μικρά παιδιά άφησαν ελεύθερα να συνεχίσουν τα παιχνίδια τους.

 Ο επικεφαλής αξιωματικός είχε στο μεταξύ φτάσει με το αυτοκίνητό του στο χωριό. Μαζί του κατέβηκε κι ένας άντρας με μαύρο κοστούμι και σκονισμένα παπούτσια, που είχε το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια μαύρη κουκούλα. Δύο τρύπες στο μαύρο ύφασμα, για να βλέπει, φανέρωναν δυο μάτια μαύρα σαν το σκοτάδι. Μάτια που σκορπούσαν τον θάνατο. Αυτά τα μάτια είχαν έρθει τούτο το απόγευμα στο χωριό για να κοιτάξουν, για να «διαλέξουν». 

 Οι στρατιώτες, σε λίγα λεπτά, μαζέψανε στο οικόπεδο όλο το χωριό. Ο αξιωματικός τους πλησίασε τους συγκεντρωμένους και τους κοίταξε με τα γκριζογάλανα μάτια του για πολλή ώρα. Ο άνθρωπος με την κουκούλα στεκότανε κοντά στο αυτοκίνητο και παρακολουθούσε από κει το πλήθος.

 Τα παιδιά είχανε σταματήσει τα παιχνίδια τους και βρεθήκανε και κείνα στην πλατεία παρατηρώντας με τ’ αθώα μάτια τους τούς δικούς τους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι στο οικόπεδο. Ένα κοριτσάκι, που κρατούσε μια παλιά κουκλίτσα στην αγκαλιά του, άρχισε να κλαίει.

        Σώπασε, την μάλωσε ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά.

        Θέλω την μαμά μου, ξανάπε το κοριτσάκι. Και πριν προλάβει να της πει το

αγόρι  οτιδήποτε, έτρεξε στο οικόπεδο και χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Δυο – τρεις στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους πάνω στη μικρή, μα μ’  ένα νεύμα του αξιωματικού γυρίσανε στις θέσεις τους.

 Ο άνθρωπος με το μαύρο κοστούμι και την κουκούλα πλησίασε τους συγκεντρωμένους. Στην πρώτη σειρά, το κοριτσάκι στην μητρική αγκαλιά κοιτούσε τον προδότη χωρίς φόβο. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Εκείνος «έδειχνε» στους στρατιώτες όσους έπρεπε να συλληφθούν. Αυτοί τους βγάζανε από το οικόπεδο και τους οδηγούσαν στο καμιόνι. Ένας, δύο, τρεις… δέκα.

 Ο προδότης έστρεψε ξανά τα μαύρα μάτια του στην πρώτη γραμμή κι είδε την μικρούλα που τον κοίταζε. Πλησίασε την μητέρα της. Ο φόβος φώλιασε στην ψυχή της γυναίκας.

        Τώρα θα δείξει με το χέρι του και μένα, σκέφτηκε κι έσφιξε την κόρη της

στην αγκαλιά της.

Το κοριτσάκι κοίταξε την κουκούλα, είδε τα μάτια του προδότη απ΄ τις δύο τρύπες του υφάσματος και του… χαμογέλασε. 

– Θέλω καραμέλες, του είπε η μικρή, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αγκαλιά της μητέρας της.

 Πίσω από την κουκούλα, τα μαύρα μάτια του άντρα κοίταζαν το κοριτσάκι. Οι χωρικοί παρακολουθούσαν φοβισμένοι.

 Ο προδότης έβαλε το χέρι στην δεξιά τσέπη του σακακιού του, έβγαλε 3 – 4 καραμέλες και τις έδωσε στην μικρούλα.

 Λίγο αργότερα, το καμιόνι με τους στρατιώτες και τους συλληφθέντες ξεκινούσε από την πλατεία του χωριού. Ο κόσμος στο μεγάλο οικόπεδο άρχισε να φεύγει.  

Στο αυτοκίνητο του αξιωματικού που προηγούνταν της πομπής, ο προδότης έβγαλε την κουκούλα και το σακάκι του και τα πέταξε στο κάθισμα δίπλα του.

 

Απ΄ την δεξιά τσέπη του ρούχου, κύλησε κι έπεσε στο πάτωμα του οχήματος, μια καραμέλα…


                                                                                                Ζαχαρούλα  Γαϊτανάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου