Σελίδες

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΣΚΑΛΕΣ της Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη





       Τα  γραφεία της Εταιρείας κατελάμβαναν τους τρεις τελευταίους ορόφους μιας παλιάς κατασκευής πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας. Οι τοίχοι της εξωτερικά είχαν το γνώριμο γκρίζο βρώμικο χρώμα των  περισσοτέρων κτιρίων της πολιτείας. Η παλαιότητα του κτίσματος, πιότερο απ’ όλα φαινόταν στους δυο ανελκυστήρες που υπήρχαν στην είσοδό του. Σχεδόν μόνιμα στις πόρτες τους, ο θυρωρός κρεμούσε τις αυτοσχέδιες  ταμπέλες του:
 «ΧΑΛΑΣΜΕΝΟ. ΑΝΕΒΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ.»
Και θέλοντας να διασκεδάσει με την οργή των διερχομένων, συμπλήρωνε με μικρότερα γράμματα:
  «Το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία.»

     Οι μαρμάρινες σκάλες, προκλητικά ακίνητες, κουραστικά ατέλειωτες, ήταν δοκιμασία για τους υπαλλήλους, ιδίως αυτούς όπως ο Μιχάλης, που εργάζονταν στον τελευταίο όροφο που βρισκόταν το Λογιστήριο. Είκοσι χρόνια από την ζωή του είχε ξοδέψει σ’ αυτό το κτίριο, σε τούτη την Εταιρεία. Τμηματάρχης σήμερα, με δικό του γραφείο και γραμματέα, έρχονταν στιγμές που αισθανόταν πως έφυγαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής του χωρίς να τα ζήσει. Στέρεψε μέσα του όλη η δροσιά της νιότης του, χάθηκε η ελπίδα για κάτι καλύτερο, στοίχειωσαν τα πάντα στους γκρίζους τοίχους, στα βρώμικα παράθυρα, στους στενούς διαδρόμους του παλαιού κτιρίου. Γκρεμίστηκαν στις μαρμάρινες σκάλες τα όνειρά του για απόκτηση οικογένειας κι ενός ευτυχισμένου σπιτικού.

   Κάθε μέρα στη δουλειά του, η ίδια μονότονη διαδικασία υποδοχής του από τη γραμματέα του:
- Καλημέρα, κύριε Διευθυντά. Σας πήγα τον καφέ σας στο γραφείο. Και μια φρυγανιά σικάλεως που σας αρέσει. 
Ποτέ δεν τον προσφωνούσε με το όνομά του. Πάντα τυπική, ψυχρή, απόμακρη. Εκείνο το «κύριε Διευθυντά» της το ένιωθε σαν θηλιά στον λαιμό του κάθε πρωί. Κι αυτός, σε μια προσπάθεια να γκρεμίσει τα τείχη που ύψωνε η γυναίκα, της απαντούσε χαμογελώντας της:
- Καλημέρα, Ελένη. Στις  ομορφιές σου σήμερα.

     Τα ίδια λόγια καθημερινά. Οι ίδιες κινήσεις. Έμπαινε στο γραφείο του, καθόταν στην αναπαυτική καρέκλα του κι άρχιζε δουλειά ρουφώντας τον καφέ του και μασουλώντας την φρυγανιά σικάλεως που υπήρχε στο δίσκο.

     Λίγο πριν τις τέσσερις το απόγευμα, σηκωνόταν από την καρέκλα του, τακτοποιούσε τα χαρτιά του κι έβγαινε από το γραφείο του. Αποχαιρετούσε την Ελένη κα κατευθυνόταν στον κοντινότερο ανελκυστήρα για να κατέβει κάτω. Όταν βέβαια το μηχάνημα λειτουργούσε…

     Ήταν ένα βροχερό χειμωνιάτικο απόγευμα το σημερινό. Ο Μιχάλης είχε αργοπορήσεις ελέγχοντας κάτι βιβλία Εσόδων – Εξόδων της Εταιρείας, ούτε κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα. Η γραμματέας του είχε σχολάσει. Σηκώθηκε, κλείδωσε το γραφείο του και βγήκε στον διάδρομο. Πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα. Καμία ένδειξη. Το πρωί λειτουργούσε. «Πάλι από τις σκάλες» ψιθύρισε ο Μιχάλης κι άρχισε το κατέβασμα.

      Βρισκόταν λίγα σκαλιά πριν την είσοδο, όταν ένιωσε τα πόδια του βαριά. Προσπάθησε να κρατηθεί, ν’ ακουμπήσει στον τοίχο, μα δεν τα κατάφερε. Ο θυρωρός τον είδε και του φώναξε:
- Πρόσεξε, κυρ – Μιχάλη. Τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;

    Πριν προλάβει ο ανθρωπάκος να τρέξει κοντά του, ο Μιχάλης κατρακύλησε από τις σκάλες κι έμεινε ακίνητος.

     Τα μάτια του, ανοιχτά μα άψυχα, ήταν στραμμένα στους δυο ανελκυστήρες της εισόδου. Στις πόρτες τους ο θυρωρός είχε κρεμάσει τις αυτοσχέδιες ταμπέλες του:

    «ΧΑΛΑΣΜΕΝΟ. ΑΝΕΒΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ.
                  Το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία.»


                                                          Ζαχαρούλα  Γαϊτανάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου