5Ο
Τείχη
Χωρίς
περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’
υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και
κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν
σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι
πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν
έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν
άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως
μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
4ο
Η πόλις
Είπες·
«Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις
άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια
μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η
καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους
μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το
μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια
μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα
χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους
τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις
θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους
ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες
στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα
στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει
πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που
τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη
τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
3Ο
Κεριά
Του
μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια
σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά,
ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η
περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια
θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο
κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα
κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω
να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με
λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός
κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω
να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι
γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι
γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
2Ο
Απολείπειν
ο θεός Aντώνιον
Σαν
έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος
θίασος να περνά
με
μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη
σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που
απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που
βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν
έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα
την, την Aλεξάνδρεια
που φεύγει.
Προ
πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα
όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες
ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν
έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που
ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε
σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε
με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των
δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως
τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα
εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια
που χάνεις.
1Ο
Ιθάκη
Σα βγεις
στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να
εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες,
γεμάτος γνώσεις.
Τους
Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον
θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια
στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η
σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις
το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους
Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο
Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν
τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή
σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να
εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα
καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι
ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα
μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να
σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες
καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια
και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και
ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο
μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις
Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις
και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα
στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το
φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη
βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα
χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος
πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος
με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη
προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη
σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς
αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν
έχει να σε δώσει πια.
Κι αν
πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι
σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το
κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.