της Νεφέλη Σμίχελη
Το πνεύμα έσταζε σταλακτίτες στην άπνοια
ενώ κάρφωνα το μάτι στο πίσω μέρος του μυαλού
για να βρεθεί μέσα στο ρόδι του σύμπαντος.
Ευδόκιμο το χάος στο σπίτι μου, που ο σκελετός του
είναι μονάχα ανάσες και ήχοι, οι οποίοι καθώς με κυνηγάνε
η σκέψη μου χύνεται στο χώμα και φυτρώνει αγριάδα.
Έτσι η νύχτα γίνεται μέρα και ντύνομαι μια ηλιαχτίδα.
παραληρώντας μέσα στη φράση « τα λόγια πια δεν φτάνουν».
Έπνιξα το ζάρι στο βυθό του μυαλού
Τύφλωσα την κουκουβάγια με το σκοτάδι μου
και κείνη δίχως όραση μ' έβλεπε να τρέχω αμίλητος
και τ' ανυπόταχτα νερά του βουβάθηκαν,
Όμως μες στην απελπισία ένοιωθα όμορφα
γιατί νιφάδες έλουζαν το κεφάλι μου
κ' ένας κύκνος χόρευε στον χιονισμένο θόλο
της ανυπαρξίας μου.
Κάποτε, ήξερα πως η νύχτα έχει χρώμα
τώρα ξέρω πως η μέρα είναι τυφλή
και ρέει μέσα μου
Μα καθώς χάνομαι σε μαύρα σύννεφα
ρανίδες χάους με δροσίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου