Άργης Κόρακας
Η θέρμη της
ανάσας σου ροδόσταμο
χαϊδεύει και
ζαλίζει και μεθάει
κι’ απ' το
φεγγάρι πέφτουνε σαν άνθινη
βροχή τα
φίλτρα, αγνές πνοές του Μάη.
Τα χέρια,
ερμηνευτάδες των εσώψυχων,
ξεχνιούνται,
πότε σφίγγουν, ή γλυστράνε
κι' απ' το
φεγγάρι πέφτουνε βαρύπνοα
γαρύφαλα σα
φλόγα και γελάνε.
Το μύρο των
μαλλιώνε σου γλυκύτατο
ο ύπνος πλέκει
δίχτυα μεταξένια
κι' απ' το
φεγγάρι πέφτουνε χρυσόνειρα
σα συνεφάκια
ολάσπρα πουπουλένια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου