Νικηφόρος
Βρεττάκος
Άλλαξε τη
μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην
εκκλησία.
Καθαρή σαν
αστέρι,
παρόλα τα
μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια
κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες
πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο
ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει
στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν
ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν
αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις
μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή
μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της
καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς
γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται
φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου