Σελίδες

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Θρήνος για τη Μητέρα μου

της Μαρίας Καρδαρά


Γνώρισα τον Άδη
όταν είδα
τη Μητέρα μου νεκρή
και τους λυγμούς μου
δεν αποστόμωσαν
κελαηδισμοί και ουρανός
ούτε η θνητή μου ύλη.
Ακούμπησα το θάνατο
μάγουλο με μάγουλο
όταν φίλησα τη Μητέρα μου νεκρή
και υδρία δακρύων
παντού ταπεινώθηκα
και με θρήνους μετρώ
τη ζωή μου.
Συντριμμένη και μόνη τον αέρα εστέναξα,
το νερό καταπίκρανα,
στο χιόνι μαρτύρησα το γάλα που ήπια.
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
Εγώ που το θάνατο
στον ύπνο εξέχασα
και το φθαρτό εσαρκώθηκα
και πολύ αγάπησα
και πολύ αναστέναξα
συντριμμένη και μόνη
σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι
και στις άδειες κραυγές μου
λιγοψυχώ.
Και τη δύση μου
ο θάνατος νέκρωσε.
Να μη βλέπω ένα σύννεφο άσπρο
που γυρίζει στον κόσμο
τη σκιά της μητέρας μου ανώνυμη πια.

                         
Ώ , η φθορά του ήλιου-
η νεκρή Μητέρα μου!
Το παρήγορο φέγγος της θαλπωρής
την οδύνη του θανάτου περιβάλλεται.
Ώ, οι απελπισίες των ρόδων
μεγαλύτερες απ΄ τα εγκόσμια έργα
και πάρεργα.
Οι ιστορίες των λυγμών.
Ο ουρανός της φωτιάς
κατακαίγεται στην απότιστη ρίζα-
ο επόμενος θάνατος.
Ερημιά μου ο δρόμος!
Ερημιά μου τα δέντρα!
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
                         
Θα ματώσουν τα αναίμαχτα.
Θα συμπεριληφθούν στο θάνατο
οι Μητέρες και η δύναμη.
Αφήστε τις σωτηρίες -
το αθάνατο κάλλος της Μητέρας μου
πέθανε.
Μητέρα μου,
ας μην είχα γεννηθεί
από τη μαύρη πέτρα,
από την πίσσα νύχτα.
Όπου γεννιέσαι για να τρως
μια μπουκιά ψωμί
κλεμμένη
από το χέρι του χάρου.

                         
Αιώνια Μνήμη,
τα πρωτόγνωρα δάκρυα σου
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη…
Τα πρώτα σου δάκρυα
που το φως μέσα τίναξε
στων ανθρώπων τα μάτια
όταν είδαν το θάνατο άρνηση ζέστας.
Και τον κόσμο τον άκοσμο
μέσα τους πήραν,
τα φτερά των εντόμων
έσχατη γνώση
και έσχατη αλήθεια.
Αιώνια Μνήμη,
τα θλιβερότερα δάκρυα σου
δός μου
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη.
Τα πικρότερα δάκρυα
που ο ήλιος ποτέ
δεν τα ζέστανε
και φεγγάρι ποτέ
κοντά τους δε φτάνει

                         
Ώ, μη λέτε,
να μην κλαίω τη Μητέρα μου.
Οι μητέρες δε μετριούνται
με τα χρόνια,
με το γάλα με το ψωμί.
Μα, τι κλαίω για όνειρα
και χαμένες ελπίδες;
Τη ζωή που επέθανε,
τη νεκρή Μητέρα μου κλαίω.
Αιώνια μνήμη,
την καταχνιά και τα δάκρυα
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου.
Ώ, απουσία αβάσταχτη, απουσία Μητέρας!
…..
Πικραμένη, Μητέρα μου,
τη λύπη σου έπαιρνε η ζωή μου
και δεν ήξερα
πού είναι οι πεθαμένοι μας,
να πάω να σου τους φέρω.
Έμπαινε ο ουρανός στο σπίτι μας
και στα παράθυρα
και στο τραπέζι και στο γιούκο
έβρισκε μαύρο.
Λίμναζε το δάκρυ σου,
πίναν τα χελιδόνια
και χάναν την άνοιξη.
Και γω μεγάλωνα
και έλεγα, η νιότη μου δε φελάει,
αφού τα αδέρφια μου,
νέα και όμορφα πέθαναν.

                         
Νεκροστόλιζα την κούκλα μου
με φύλλα μεταξωτά,
την έκλαιγα και
την έθαβα στα βάτα.
Μετά την ανάσταινα,
τη φύσαγα στον ήλιο
και έβανα τη χρωματιστή
ομπρελλίτσα στο κεφάλι της
να μη μαυρίσει-την ομπρέλλα δεν την έθαβα,
οι νεκροί δε θέλουνε τίποτα.
Και η φωνή και η δροσιά τούς λειώνει.
Πίστευα την κούκλα μου αθάνατη.
Την άφηνα να την παίζουν
οι γάτες, τα σκυλιά και
τα αστέρια, πόδια έχεις, της είπα,
πήγαινε όπου θέλεις …
Κάποιο μεσημέρι,
μόλις πρόλαβα το γουρούνι
και δεν την κατάπιε,
την είχε όμως μασημένη-
μια κούκλα δράμα,
νεκρή επί σκηνής…
Κλαίγοντας, χτύπησα το ζο,
και πέταξα την κούκλα μου
στα φουσκιά.
Στο διάβολο! είπα,
που θα κλαίω για νεκρές κούκλες
και γιατί δεν έχω φτερά…
Δω υπάρχουν
πρωτόγονα χέρια,
πρωτόγονα μάτια
πρωτόγονες πατούσες
και πρωτόγονος θάνατος.
Μητέρα μου, παρουσία της ζωής,
έσπερνες τα γυρίσματα
του φεγγαριού
και φύτρωνε το χρυσό
και το πράσινο.
Το κορμί σου εβλάσταινε,
ανθισμένη, Μητέρα μου.
Στα χέρια σου ωρίμαζε
η καρδιά και το αύριο.
Η γης φύτρωνε στο περπάτημά σου,
σε ακολουθούσαν γεννήματα
και ελιές,
αμπέλια και φώτα.
Τα δέντρα που φύτεψες
σε λέγαν Μητέρα.
Οι κορφές τους έσκυβαν στην ποδιά σου
τις δροσιές και το θρόισμα.
Μητέρα μου,
όπου να ήσουνα
η φωνή σου ηχούσε τον κόσμο!
Η διαύγεια του λόγου σου,
οι τρομεροί θυμοί σου,
οι βροντερές βρισιές σου,
ανεβαίναν τον ουρανό
και ολοκληρώναν το Σύμπαν!
Εγώ, που έζησα στο ντόρο της φωνής σου,
τώρα δεν έχω μίλημα,
ούτε αντιμίλημα…
Στο ξεροπήγαδο της ερημιάς
μόνο τη σκοτεινιά
και το στεναγμό μου ακούω.
Σκουντουφλώντας μέσα μου,
σκουντουφλώντας γύρω μου,
η σιωπή σου.
                         
Μητέρα μου,
δε σε βρίσκω στις ελιές και στους δρόμους.
Από το σπόρο που έσπειρες
κόβω το ανθάκι,
το λειώνω στα χέρια μου
και η αφή μου πληγώνεται.
Απόκαμα,
να χτυπώ την απουσία σου με δάκρυα.
Και συ να μη με ξέρεις…
Πολυπαιδεμένη, Μητέρα μου,
ζύμωνες τα αστέρια
να αυγαταίνει το ψωμί μας.
Με την πούλια
άναβες το φούρνο
πάταγες τη λάμψη
και ανέβαινες στον ουρανό,
να ταΐσεις τα χαράματα
την πρώτη μπουκιά.
Μητέρα μου, σκόνη δεν καθόταν απάνω σου,
τον ήλιο και τον ουρανό
έδενες στη ζωή σου.

                         
Πικραμένη Μητέρα μου,
ο ύπνος σου στέναζε,
η μέρα σου στέναζε.
Κρυβόμουνα στα χορτάρια
και μάζωνα λουλούδια
να σου φέρω.
Λαμπρή μου μαυροφόρα!
καθόσουνα στο κεφαλόσκαλο
και έκλαιγες.
Σου έδινα τα λουλούδια
ούτε τα κοίταγες.
Με δακρυσμένο θυμό,
μου έλεγες,
πέτα τα ερμολούλουδα,
εμείς δεν έχουμε γιορτές.
Κι έλεγα μέσα μου,
Εγώ, σε έχω πάνου από γιορτάδες
και πάνου από χαρές…
Εγώ σε έχω μάνα!

                         
Ευωδιά της νερατζιάς,
πώς σε άφησα να πεθάνεις;
Την καρδιά μου σου άνοιξα
να κρυφτείς
και το αίμα μου κλαίει.
Ώ, Μητέρα μου,
εσύ που ήσουνα δυνατή
σα βοριάς και
γκρέμιζες τα χαλάσματα
να περνάει η άνοιξη,
στο θάνατο δεν αντιστάθηκες.
Δε φώναξες, δεν έκλαιγες…
Ήσυχα αποκοιμήθηκες
τον ύπνο το νεκρό.
Με το πικρό παράπονο
πως σ΄άφησα να πεθάνεις
και έμεινα ολομόναχη.
Μητέρα μου,
δεν έχω άλλη φωνή από το θρήνο μου.
Άλλη σιωπή.
Ας μη χτυπούν την πόρτα μας
με φώτα οι ημέρες.
Εμείς πεθάναμε,
δεν έχουμε χαρές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου