Δημήτριος Γρ. Kαμπούρογλου
Ένας βάτραχος
σηκώθη
απ’ τον ύπνο
του, και νιώθει
τη μυτίτσα του
κλεισμένη,
τη φωνή του
βραχνιασμένη·
είχε τρομερό
συνάχι...
― αρρωσταίνουν
κι οι βατράχοι. ―
Kι επειδ’ ήτον
ο καημένος
λίγο
καλομαθημένος,
κι εφοβείτο,
μην αυξήσει
― αν κατάχαμα
πατήσει ―
η βραχνάδα, το
συνάχι,
ανεβαίνει εις
τη ράχη
μιας χελώνας,
που περνούσε
από κει που
κατοικούσε.
Mε τα τέσσερα
πιασμένος
κάθεται σαν
κολλημένος·
να μην πέσει
εφοβείτο,
σα θαλασσινός
που ήτο.
H χελώνα
περπατούσε,
μα αυτός δεν
το κουνούσε...
πότε έσκυβε
λιγάκι,
για να βρει
λίγο φαγάκι,
ή να πιει λίγο
νεράκι
σε κανένα
χαντακάκι,
πότε πότε
τραγουδούσε,
όσο δυνατά
μπορούσε,
πότε πάλι
βλαστημούσε
τη χελώνα που
αργούσε,
κι έλεγε πως
το συχάθη
τ’ άλογό του,
και σα μάθει
την καβάλα, θά ’βρει άλλο
γρήγορο και πιο μεγάλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου