της Σταματίας Μέμου
Δεν αντέχω πια
να διαβάζω άλλα γράμματα.
Μου είναι
αδύνατο
Η αλληλογραφία
μας σταμάτησε πριν
πολύ καιρό,
Όταν εσύ
έφυγες.
Τώρα πια έχω
μόνη συντροφιά
τα γράμματά
σου.
Διαβάζοντάς τα
το μυαλό
γλιστράει
σε παλιότερες
μνήμες
όταν εσύ ήσουν
εδώ.
Θυμάμαι τη
νύχτα που έφυγες
είχες
πυρετό,έτρεμες.
Μου ψιθύριζες
να σε φιλήσω
Το έκανα,μα
δεν πίστευα.
Εσύ όμως το
αισθανόσουν
Ένιωθες την
ψυχή σου
να
φτερουγίζει.
Αμφιταλαντευόσουν.Δεν
ήθελες να
φύγεις,ήθελες
όμως να
αισθανθείς
ελεύθερος.Να υπερβείς τον εαυτό σου.
Το πρώτο σου
δάκρυ,
έκλεινε μέσα
του
όλη την αγάπη
τόσων χρόνων.
Και εσύ,για
πρώτη φορά
έκλαιγες σαν
παιδί
Έκλαιγες,όπως
ο γέρος
που
παραπονιέται και θέλει να
πεθάνει,αλλά
όταν ο θάνατος
είναι πια
κοντά,λυπάται.
Μη λυπάσαι.
Στην
πραγματικότητα ήθελες πολλές φορές
να φτάσεις στα
όρια.Ζωής-θανάτου.
Ήθελες να
υπερβείς τον εαυτό σου,
χωρίς όμως να
πληρώσεις
το τίμημα της
μοναξιάς.
Σκεφτόμουν όλα
τα χρόνια
που ήμασταν
μαζί,όλες τις ωραίες
μας στιγμές
και τις άσχημες
που για μας
ήταν και αυτές ωραίες.
Πάντα μας
έφερναν πιο κοντά.
Σκεφτόμουν
όταν γνωριστήκαμε,
όταν σε είδα
για πρώτη φορά
Ξέρω,ότι
‘’καθένας μόνος του πορεύεται στον έρωτα’’.
Είναι
πραγματικότητα τα λόγια αυτά,του Ρίτσου.
Όμως εμείς
ήμασταν πραγματικά πολύ δεμένοι.
Όλες μας οι
στιγμές
πέρασαν από
μπροστά μου
ενώ εσύ
έτρεμες σε μια γνώριμη αγκαλιά.
Τα σκέφτηκα
όλα
με τη θλίψη
που διακατείχε εκείνη
τη στιγμή,
εκτός από ένα.
Δεν πρόλαβα.
Μετά εσύ
έφυγες
αφήνοντας πίσω
μια σάπια ζωή
με ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου