του Χρήστου Κουκουσούρη
Βουβά το κύμα
σου φιλούσε τ’ ακροδάχτυλα,
τα ξέπλεκα
κατάμαυρα μαλλιά σου χαϊδεύονταν,
από το απαλό
αγέρι,
κοιτούσες πέρα
μακριά,
τον καταγάλανο
θαλασσινό ορίζοντα,
τα’ άσπρα
πουλιά που πετούσαν ανέμελα,
ανάλαφρα, πάνω
από τα κύματα,
πάνω από τη
στεριά της Μακρόνησος,
από πάνω σου.
Περίμενες εκεί
κάθε μέρα,
από την αυγή
ως το σούρουπο,
περίμενες κάτι
να φανεί
που θα σου
έδινε χαρά, που θα σου έδινε ζωή,
θα γέμιζε το
κενό σου,
θα άλλαζε τον
φρικτό κόσμο της μοναξιάς σου.
Ήσουν εκεί
ακίνητη μετρώντας τα κύματα,
που δειλά –
δειλά έσβηναν στα πόδια σου,
κι έρχονταν
άλλα, ατέλειωτα, ασταμάτητα,
από το πρωί
μέχρι το βράδυ,
μετρώντας τα
βότσαλα στην αμμουδιά
που ήταν
αμέτρητα,
μετρώντας τους
γλάρους που,
τρελόπαιζαν με
τους αφρούς των κυμάτων,
και ράμφιζαν
τη θάλασσα για κανένα ψαράκι,
όμως έχανες
τον αριθμό και άρχιζες πάλι από την αρχή.
Μετρούσες τα
λεπτά, τις ώρες, τις μέρες,
όμως έχανες
τον αριθμό,
και
περίμενες…και περιμένεις…
αδιάφορη για
το χρόνο που κυλά
αδιάφορη για
το πόσο περιμένεις.
Όμως τι
περιμένεις;;;
Ελπίδα, ο
βράχος που κάθεσαι και αγναντεύεις απέναντι,
τα βράχια και
τις ακτές της Μακρόνησος.
Το καϊκι θα
φέρει κάποιους,
έστω γυμνούς
από τις Ιδέες,
ράκη που δεν
άντεξαν το σοφρονισμό.
Οι άλλοι
έμειναν πίσω αμυνόμενοι,
αρνητές της
μετάνοιας,
φτύνοντας αίμα
και μετρώντας
σημάδια της εθνικοφροσύνης
στα
βασανισμένα κορμιά τους…
(Το έργο είναι
πνευματικά κατοχυρωμένο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου