του Τάκη Σινόπουλου
'Ετσι κατέβηκε
απ' τον πόλεμο, με φαγωμένα τ' άρβυλα
και το χακί του
αμπέχωνο.
Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά
τα
δέντρα
ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού - ποτάμι
παγωμένο φως.
Βρήκε το σκύλο του - δε γαύγισε.
Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο
απόγευμα.
'Υστερα πολλά
μπερδεμένα απογεύματα, στο κάτω της γραφής
όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογίστηκε.
Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο
πάνω
σε σπίτια και
συρματοπλέγματα.
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά
ταυτότητα.
Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε.
Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες που
πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι
φίλοι του
και οι άλλοι με
φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι
τον κοίταζαν.
Που πάγαινε καμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν
αντιμέτωπος
με κείνες τις
μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι
απ' το γιαλό,
τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.
Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους, σακατεμένος
δίψαγε,
έπινε από
σκοτεινές πηγές.
Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε
στον ίδιο λάκκο.
Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,
μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό
σβησίματα,
το βράδυ
ανάστατος, όταν ο κόσμος παρασταίνεται με πρόσωπα νεκρών.
Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα,
μια
μέρα ο φοβερός
αέρας.
Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες
παντού το ίδιο σκοτάδι.
Μετρώντας πόσος
θάνατος του περίσσευε και πριν και
μετά από κάθε
ποίημα.
'Εφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην
περνάνε
απ' τις
χαραματιές τα νερά και το κρύο.
'Υστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα
χαράματα,
κι ό,τι στον
ίσκιο της καραδοκώντας,
ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το
δρόμο
στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου