Εχάθηκες Αλέξη
μας,
έκοψες την
κλωστήν σου,
εχάσαμεν τ’
αστεία σου,
το λέεισ σου,
το πεισ σου.
Έχασεν ούλλον
το χωρκόν
έναν γερόν
βλαστάριν,
έναν λεβέντην,
δουλευτήν,
άξιον
παλληκάριν.
Εχάσασ σε οι
παρέες σου
οι φίλοι τζι
οι γνωστοί σου,
εχάσασ σε οι
κουμπάροι σου,
τ’ αδέρρκια
σου, οι γονιοί σου
Εχάσασ σε οι
γειτόνοι σου
οι κόρες σου
π’ αγάπας,
ο γιος σου, η
γεναίκα σου
τζι οι στράτες
που περπάτας.
Εχάσαν οι
επιβάτες σου
τον ταχτικόν
τους φίλον,
τ’ άψυχον τ’
αυτοκίνητον,
έχασέσ σε
τζιαι τζείνον.
Έτσ’ άξιππα
τζι ανόρπιστα
έσβυσες
εποσπάστης,
χωρίς ορπίαν
νά’ χωμεν
μιτά μας να
ξανάρτης.
Τζι απόν
πολλύς ο πόνος μας
για τον χαμόν
σου Αλέξη,
ούλλοι μας εβοβώσαμεν
τζι επκιάσεμ
μας η σκέψι.
Γιατ’ είσουν
νέος τζι άξιος
τζι έπρεπέσ
σου να ζήσης,
γιατ’ είσσιες
γαίμαν τζιαι ζωήν
να δράσης να
βουρήσης.
Τζιοιμού σαν
ετζιοιμήθηκες,
νεπαύκου σαν
τζιοιμάσαι,
τζι ώσπου
λαχτούμεν στουν την γην,
στην έννιαμ
μας εν νά’σαι.
Εγράφτηκεν μες
τις 12 τ’ Απρίλη, 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου