«Έσιει πολλούς
που θαρκούνται πως άμα συντυχάννουν την γλώσσαν του τόπου τους, τη
συνηθισμένην, την ίσιαν,την γλώσσαν του τζυουρού τους, πως εν νεν’ευκενείς τζαι
γυρεύκουν πα’στην κουβένταν τους ν’ανακατώνουν λόγια που, έν’ ο λόος που λαλεί,
κοντά μας εν έχουσιν σκέσην κουτσίν! Πά’ ς τούτον ππέφτουν έξω πολλά. Έν’ το
μεαλλύττερον λάθος που μπορεί να ένει. Εγιώνη έντζ’ είμαι κανένας μεάλος
άδρωπος να φουμιστώ πως τα ξέρω ούλλα, αμμά το σωστόν ένι να πασκίζουμε πάντα
μας, τζι’ έσσω μας, τζι’ έξω μας, μακάρι νάν’ τζι ομπροστά στον βασιλέα, να
συντυχάννουμεν την γλώσσα μας, την γλώσσαν του τζιουρού μας, τζαι να μεν
θαρκούμαστιν πως είμαστιν χωρκάτες τζαι να το λοαρκάζουμεν αντροπήν! Όι !
Καθένας με τον τόπον του. Γιατί να μαχούμαστιν με τα ξενικά, αφούτις εν
είμαστιν περατιτζοί. Μέλλιμον η γλώσσα που την συνηθούν τζαι συντυχάννουν την
πουτζείθθε έν καλλύττερη που την δικήν μας; Εν πιστεύκω. Τζαι γιατί να πά’ να
κάμω έξω, μες τες περασιές, έξι μήνες, έναν γρόνον, τζι ύστερις, ότι πον να
στραφώ, να κάμνω πως εν γυρίζ’ η γλώσσα μου τζαι να νεκατώννω λόγια πασανάκατα;
Τζείνοι που τα κάμνουν έν’ φουμιστήες τζαι φαντασμένοι.
Η γλώσσα μας,
η τζυπριώτιτζη, έν’ η μόνη που έν εξηάστηκεν ύστερις που τόσα βασίλεια που
ρέξαν που την Τζύπρουν, πριν τόσα τζαι τόσα γρόνια. Έν η γλώσσα η αρκαία, η
ελληνική, τζείνη που συντυχάνναν οι πρωτινοί τζαι πρέπει να την συνηθούμεν
ούλλοι μας. Εγιώνη, τον τζαιρόν που’ μουν έξω, όπου έθθεν να πάω να ψουμνίσω,
για να κάμω, για να φκιάσω, πρέπεν ν’ αρκέψω τζείνην την γλώσσα μου την γλυτζιάν
(του τόπου μας δηλαδή) τζαι να τους κάμνω τζείνους πον εγκαταλαβαίννασιν να
γυρεύκουν δραομάνους για να μου συντύχουν.
Έτσι έν’ το
σωστόν, καλό! Ποττέ μου εν εξενοσύντυχα παφής επάτησεν τον πόιν μου ποδώθθε.
Τα ποιήματα
μου έν’ ούλλα γεμάτα ζωήν τζαι θέμαν του χωρκάτη πόν’ η ρίζα τζι η βάσις ούλλου
του τόπου μας»..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου