Στον Κώστα Καρυωτάκη
Πώς σβιέτ’ ο χρόνος μέσα μας! Σαν το κεράκι
λιώνει,
σώμα με πάχνη τύλιξες και τ’ άφησες γυμνό,
πού
να ’ναι τώρα μια πνοή, τ’ αγέρι να φυσήξει
και να σηκώσει τ’ άυλο, το βλέμμα σου τ’
ωχρό!
Φλόγα που τρέμ’ η σκέψη μου σαν του πρωινού
το χιόνι,
π’ ο ήλιος γέρνει να το δει κι αυτό λιώνει
νωπό,
όταν φεγγάρι, μισοσκόταδο στην Πρέβεζα
ξαπλώνει
μες
στ’ άνθη σου να γείρει το άλλο του μισό.
Γυρνά μες στα σοκάκια της πόλης της στερνής
σου,
βροχή που βγάζει δάκρυα κι ακούγετ’ η
κραυγή,
Αχ! Να ’τανε σα να ‘ζησα στη σκοτεινή εποχή
σου,
στιγμές π’ εχάθη ο ήλιος σου και τον θρηνεί
η αυγή!
Και συ που μόνο πήγαινες ταξίδια του
θανάτου,
τις άδειες σου αποσκευές τις γέμισες με
φως,
σαν αχθοφόροι μείναμε σ’ έρημη προκυμαία
να κουβαλάμε ένα γιατί, το τίποτα, το πώς!
Σπαρθήκανε τα χρώματα, θαρρείς χαλιά στη
δύση
κι έμεινες ήλιος άχρωμος, λευκός και μας
κοιτάς,
σαν τα πονάς τ’ ανθρώπινα τα λάθη και τα
μίση,
καθρέφτης είν’ ο κόσμος σου και συ είδωλο
που σπας.
Πώς χάνεται η θάλασσα! Σαν τον αφρό
σκορπίζει,
όταν τα σύννεφα γυρτά, χαϊδεύουν τα νερά
κι είναι το βάθος τ’ ουρανού σα μια γραμμή
που σβήνει
το χάραμα που σε ξυπνά και σ’ αποχαιρετά!
A’ έπαινος από την ενωτική πορεία συγγραφέων, Ιούλιος 2010 (έργα αναγνωστών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου