--Σύρτου
κοντά, γεναίκα, να κουρρώσομεν,
που κά΄στο
πάπλωμα να σκουλλιστούμεν,
να ππέσομεν
κοντά κοντά , να βράσομεν,
τζι΄αλόπως
πόψ’ εν’ νύχτα μας, θαρκούμαι.
Καλό, να
βρέξει∙ να σιονίσει κάμποσον∙
να σάσουν τα
χτηνά μας, τα σπαρμένα∙
ν΄αλλάξει τζι
ο τζιαιρός μας νάκκον, ώσποσον
να τρώμεν τα
ψουμιά τα κλιθθαρένα!
΄Ωσπου ακούαν
των νερών τζιαι λάμνασιν,
ο γέρος ο
Πολλύς τζι η Αρετούσα,
περίτου μές τα
ρούχα ετρυπώννασιν
τζιαι
μάχουνταν τζι οι δκυο τζιαι σκομαχούσαν.
Εφύσαν ο αέρας
εμουγγάριζεν,
έστραφτεν,
επουμπούριζεν καπάλιν,
ο γέρος την
γερόντισσαν αγκάλιαζεν
τζι ήταν χαρά
του πλάστη μου μεάλη.
Ετρέχαν οι
χολέτρες πά΄στα δώματα∙
εγένουνταν
σιειμάρροι γιάλι άλι,
τον πλάστην
εδοξάζαν τόσα στόματα
οι
γέροι…..ερογχαλίζασιν καπάλιν.
Είντα καλά να
ππέφτεις τζιαι να μάχουνται,
να λάμνουν τα
νερά, τ ΄ανεμοβρόσια!
Τα βάσανά
τζιοι κόποι σου ξηάνουνται,
τζιας είσαι
βουττημένος μές΄την φτώσειαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου