Σελίδες

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΑΝ ΛΑΜΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ

--Σύρτου κοντά, γεναίκα, να κουρρώσομεν,
που κά΄στο πάπλωμα να σκουλλιστούμεν,
να ππέσομεν κοντά κοντά , να βράσομεν,
τζι΄αλόπως πόψ’ εν’ νύχτα μας, θαρκούμαι.

Καλό, να βρέξει∙ να σιονίσει κάμποσον∙
να σάσουν τα χτηνά μας, τα σπαρμένα∙
ν΄αλλάξει τζι ο τζιαιρός μας νάκκον, ώσποσον
να τρώμεν τα ψουμιά τα κλιθθαρένα!

΄Ωσπου ακούαν των νερών τζιαι λάμνασιν,
ο γέρος ο Πολλύς τζι η Αρετούσα,
περίτου μές τα ρούχα ετρυπώννασιν
τζιαι μάχουνταν τζι οι δκυο τζιαι σκομαχούσαν.


Εφύσαν ο αέρας εμουγγάριζεν,
έστραφτεν, επουμπούριζεν καπάλιν,
ο γέρος την γερόντισσαν αγκάλιαζεν
τζι ήταν χαρά του πλάστη μου μεάλη.

Ετρέχαν οι χολέτρες πά΄στα δώματα∙
εγένουνταν σιειμάρροι γιάλι άλι,
τον πλάστην εδοξάζαν τόσα στόματα
οι γέροι…..ερογχαλίζασιν καπάλιν.

Είντα καλά να ππέφτεις τζιαι να μάχουνται,
να λάμνουν τα νερά, τ ΄ανεμοβρόσια!
Τα βάσανά τζιοι κόποι σου ξηάνουνται,

τζιας είσαι βουττημένος μές΄την φτώσειαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου