Σαν τη φρεγάτα π΄ όλο περηφάνεια
απ΄
το φτωχό λιμάνι ξεμακραίνει
καμαρωτή, γιομάτη από ζωντάνια
είν΄ η κοπάλα τούτη που διαβαίνει.
Σαν τη γαλέρα που κεχύθη
και φούσκωσαν τ΄ άσπρα πανιά της
έτσι τ΄
ανέγγιχτά της στήθη
μεστώσαν στην αποθυμιά της.
Κι ούτε καν στέκει να κοιτάξει
το λιμανάκι πόχει αφήσει.
Ποιος το γνωρίζει που θ΄ αράξη
μέσα στ΄ ονείρου το μεθύσι.
Καρδιά της κόρης που δεν ξέρει
κι ούτε καθόλου λογαριάζει
το κύμα τι μπορεί να φέρει
κι ο ουρανός το πόσο αλλάζει.
Ω νάταν τρικυμι΄ αν έρτη μαύρη
πρι σκοτεινό βυθό αντικρύσει
στου γυρισμού το δρόμο ναύρη
το λιμανάκι πόχει αφήσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου