Ημέρα
Πρώτη
Χτυπούσε την πόρτα μου ο έρωτας
μα δίσταζα.
Θα έμενε αδοκίμαστος κι αυτός.
Ούτε σε ξένη γη
δεν μπορούσα να τον φιλέψω.
Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο
μετά την τελευταία στάση του λεωφορείου
χωρίς να τη σκεφτώ.
Φοβόμουν μην την ονειρευτώ
και ξεκινήσει ο μήνας
μ’ αρώματα και καρδιοχτύπια
που θα χαθούν μες στον Σεπτέμβρη.
Νεκρούς έρωτες μέτρησα πολλούς,
δεν ήμουν πρόθυμος να μνημονεύσω άλλον ένα.
Ημέρα
Δεύτερη
Θόρυβοι...
Αλήθεια πόσο απέχουν οι θόρυβοι
Αλήθεια πόσο απέχουν οι θόρυβοι
από τις μελωδίες;
Τώρα ξέρω.
Απέχουν τόσο, όσο οι έρωτες
Τώρα ξέρω.
Απέχουν τόσο, όσο οι έρωτες
από τους ανυπεράσπιστους
έρωτες...
Ημέρα
Τρίτη
Το νιώσαμε κι δυο στα βλέμματά μας,
γι’ αυτό ήταν ανώφελες οι λέξεις.
Το πρόσωπό σου απόψε φωτιζόταν υπέροχα
μα δεν μπορούσα να το αγγίξω.
Με το φως της μέρας θα σε ξανάβλεπα,
Μέχρι τότε θα μεσολαβούσε η νύχτα…
Μετά τον γυρισμό,
δεν ξέρω αν θα μας ένωνε μέρα ξανά.
Ημέρα
Τέταρτη
Κενή μέρα,
δεν είδα τα μάτια σου.
Περίεργο,
ούτε ηλιοβασιλέματα είδα
τόσες μέρες εδώ
κι είχα τόση ανάγκη
ένα ηλιοβασίλεμα σήμερα.
Χάθηκα για λίγο
σ’ ένα πράσινο πάρκο.
Εγώ, οι σκέψεις μου, η δικιά σου σκέψη…
Ημέρα Πέμπτη
Ανάμεσα στου ήχους,
μονάχα ανάμεσά τους
θυμόμουνα πως τελικά
χαμογελάνε οι άνθρωποι.
Είναι τόση η φθορά των πεζοδρομίων
ενώ οι πλατείες φέρνουν κοντά τους ανθρώπους
μέχρι το χειροκρότημα.
Μετά ο καθένας και πάλι στο πεζοδρόμιό του.
Ημέρα
Έκτη
Ανούσιες συζητήσεις,
που οδηγούν στο τίποτα.
Μια απ’ τις μέρες
που οδηγούν όλο και πιο κοντά
στο χάος.
Ημέρα
Έβδομη
Δεν μου έμελλε να παραδοθώ,
γι’ αυτό δεν έκανα να φύγω.
Παρέμεινα.
Τι κατάρα Θεέ μου οι φόβοι…
Το τίμημά τους, η ίδια η ζωή.
Ημέρα
Όγδοη
Πως βασιλεύει στις καρδιές των ανθρώπων
η μάνα γλώσσα…
Πάντα όταν γαμογελάνε οι άνθρωποι
στη γλώσσα τους μιλάνε.
Ημέρα
Ένατη
Το παιδικό της χαμόγελο
με ανάγκασε σχεδόν, να χαμογελάσω.
Μετά χαθήκαμε σαν συνηθίζεται
στις πρωινές διαδρομές
των επιβατών.
Ημέρα
Δέκατη
Τούτο το Αυγουστιάτικο πρωινό
θυμήθηκα εσένα αγαπημένη.
Σε συναντούσα παντού στις μέρες μου,
κάθε που αντίκριζα την ομορφιά.
Κάνει ψύχρα έξω.
Ένιωσα το δέρμα μου
σαν νιώθω την ψυχή μου
μετά από κάθε δικό σου ταξίδι.
Ημέρα
Ενδέκατη
Πάλι εσύ στους στίχους μου.
Η ψευδαίσθηση της ευτυχίας
που ψάχνω χρόνια.
Ξέρω πως είναι ανώφελο,
τώρα αναμένω την επιστροφή.
Τη σιωπή στο βλέμμα σου
που δεν κατάφερα να φιλήσω
θα την ταξιδέψω μαζί μου,
θα φωλιάσει στους στίχους μου.
Ημέρα
Δωδέκατη
Είδα δυο χέρια γερασμένα
μέσα απ’ το αυτοκίνητο.
Ανήκαν σε μια κυρία
που με δυσκολία κινιόταν.
Τότε κατάλαβα
πως είναι ανώφελο
να φοβόμαστε το θάνατο
όταν υπάρχει το ενδεχόμενο
των γηρατειών.
Ημέρα
Δέκατη Τρίτη
Οι παιδικές φωνές δεν μου ’χαν λείψει,
ήταν μέρος της ζωής μου.
Αυτές όμως είχαν τη μαγεία της αγάπης
στον αντίλαλό τους.
Η αγκαλιά καθώς σε περιμένουνε
είναι απόδειξη
πως όσο μακριά κι αν βρέθηκαν τα μάτια μας,
δεν άφησαν τον χρόνο που πέρασε
να λησμονήσει όσα κτίσαμε.
Ημέρα
Δέκατη Τέταρτη
Πολλή η σκοτεινιά τούτου του τόπου,
ο Θεός τους αδίκησε
δεν ξόδεψε όσο φως αναλογούσε.
Ημέρα
Δέκατη Πέμπτη
Οι νύχτες τ’ Αυγούστου
παίρνουν ένα χρώμα απ’ τα μάτια σου.
Μα θα χαθούν κι αυτά,
μέσα στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη.
Ημέρα
Δέκατη Έκτη
Περνούν οι εικόνες
Μπροστά απ’ τα μάτια μου
και μέσα σ’ αυτήν την εναλλαγή
του πρασίνου, της πέτρας και του γκρίζου
καταλαβαίνω πως είμαι ξένος
σε τούτο τον τόπο.
Ημέρα
Δέκατη Έβδομη
Φώναζαν στους δρόμους
γι’ αυτό που μαστίζει όλους μας
αυτή την εποχή.
Για την εξαθλίωση του ανθρώπου,
για τους αριθμούς
που υπολόγισαν με τεχνάσματα
για τον καθένα μας.
Φώναζαν με πάθος
κι εμείς απλά τους κοιτάζαμε.
Περιμέναμε να περάσει το πλήθος
για να μπούμε στον απέναντι δρόμο.
Τουλάχιστον εμείς οι ποιητές,
ας μιλάμε με ειλικρίνεια.
Ημέρα
Δέκατη Όγδοη
Πέρασα μέσα από τα ερείπια.
Αλήθεια πόσοι πιστοί θα πέρασαν
εκείνη την πόρτα πρωτοσκέφτηκα.
Τώρα το μόνο που είχε απομείνει
ήταν η πέτρινη καμάρα…
Φύγαμε γρήγορα,
σαν τον χρόνο που δεν χαρίζεται.
Ρομαντική η φθορά του τοπίου
μα η πόλη γιόρταζε
και μας καλούσε.
Ημέρα
Δέκατη Ένατη
Σκέφτομαι τις μέρες που πέρασαν
κι αυτές που είναι να ’ρθουν.
Το βλέμμα μου στους δρόμους
το προσπερνούν χιλιάδες
και γω το ίδιο κάνω.
Κάναμε στάση όπου νιώθαμε όμορφα…
Δεν ξέρω,
ίσως αυτή την άποψη
έπρεπε να ’χαμε και για τη ζωή.
Ημέρα
Εικοστή
Το βράδυ κοιμόσουν και σε φίλησα.
Το ’ξερα πως θα μας χώριζαν
οι τόποι κι χρόνοι.
Κρίμα, σε τούτη τη σκοτεινή γη
ένα δικό μου φωτεινό πλάσμα
έμελλε να ζει, να μεγαλώνει,
να ονειρεύεται…
Κυρίως, μακριά από μένα.
Ημέρα
Εικοστή πρώτη
Η αναμονή του αποχωρισμού δύσκολη.
Με περιμένουν τόσα
κι αφήνω άλλα τόσα πίσω μου.
Η πανσέληνος δεσπόζει απ’ το παράθυρό μου.
Ανταλλάζουμε βλέμματα,
της λέω τα μυστικά μου.
Υπόσχεται πως το ίδιο πιστά,
με την πλήρωση των ημερών
θα ξανάρθει να με βρει.
Ημέρα
Εικοστή Δεύτερη
Κάθε που επιστρέφω απ’ τα ταξίδια
η απουσία σου
βασανιστικά αισθητή.
Ήσουν ο πρώτος λόγος του γέλιου μου.
Ήσουν ο πρώτος σταθμός.
Ήσουν όλα όσο με δένανε με την Ιθάκη μου.
Ημέρα
Εικοστή Τρίτη- Ημέρα Τριακοστή
Ημέρες προσγείωσης.
Ημέρες σιωπής.
Έτσι γευόμουν πάντα τις επιστροφές.
Ημέρα
τριακοστή πρώτη
Θεέ μου να ’ταν οι μέρες τ’ Αυγούστου διπλές
να προλαβαίναμε να χαιρετήσουμε τις αγάπες του
καλοκαιριού,
να εκπληρώναμε το ανεκπλήρωτο,
να ζούσαμε τα φεγγάρια αγκαλιά δυο φορές.
Να μην μας έβρισκε ο Σεπτέμβρης τόσο γρήγορα
σε αδειανά σεντόνια με τ’ άρωμα του καλοκαιριού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου