Ἄστεγη παραμένει ἀκόμα
ἐκείνη ἡ μπλούζα σου ἡ φαρδιά ἡ
πολυφορεμένη
πού κάποτε ἐρωτικά στό κορμί σου κατοικοῦσε
ἀνίδεη γιά ὅρους, συμβόλαια καί ἐξώσεις
ἀπό τά πάθη σου πιό δυνατή
ἀπ’ τήν ἀγάπη σου πιό ξεθωριασμένη…
Ἀμήχανα τώρα σέ μιάν ἄκρη
σάν ἀπό τό τίποτα κρεμασμένη γερά
τόν ἰσχυρό ἐγωισμό σου νά μοῦ ἐπιβεβαιώνει
στέκεται καί μέ παρακολουθεῖ
ἀπό μπροστά της νά περνῶ, νά ἔρχομαι, νά
φεύγω
καί νέα σου παλιά νά ἔχω μόνο νά τῆς δώσω…
Νά εἶσαι καλά ἤ μήπως
καινούργιο ρεῦμα ἐρωσφόρο σέ παρέσυρε στό
διάβα του
καί σ’ ἕνα θαῦμα ἀλλοτινό σέ πάει νά σέ ἐκβάλει;
Νά εἶσαι καλά καί πῶς δικαιολογεῖς
τόση ἀσύσπαστη σιωπή ἐδῶ νά ἐπιβάλλεις;
Ἀλήθεια, πῶς γλίστρησε ἐκεῖνος ὁ καιρός
πού εὐτυχισμένα στόν ἱδρῶτα σου κολλοῦσε
σάν κάτι ἀπό τό δέρμα σου νά ἦταν
-κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς ὕπαρξής σου ὅλης…
Κάπως ἔτσι, φαντάζομαι, θά κλαῖνε
καί τά φτερά τῶν ἀγγέλων πού ζωγραφίζαμε
παιδιά
πάνω στῆς προεγχειρητικῆς μας ἀγωγῆς τά
τετράδια
χωρίς τόν πολυπόθητο οὐρανό τους.
Νά ἤξερες σέ πόση ἀτυχία
σάν ἄδικος κριτής τήν καταδίκασες
-μόνη κι ἀχρείαστη βαριά
χωρίς ἐκεῖνο τό παράξενα ἐφηβικό τό ἄρωμά
σου
πού τότε γέμιζε σεντόνια, μαξιλάρια καί μνῆμες
καί στιγμές
καί ἀβίαστα στά μέσα μου κυλοῦσε
σά νά ‘ταν στέγη προσευχῆς κι ἀγαπημένο
χάδι
πού πιάνει τοῦ πόνου τήν φορά
κι ἀπό ἐσένα μακριά τήν προσανατολίζει…
Καί συγκρατοῦμαι μπροστά της καί ἀποφεύγω
νά τήν κοιτῶ
γιατί δέν πρέπει πιά νά ὑποψιαστεῖ
πώς ἡ ἀπαστράπτουσα ἡ ἀπουσία σου
ἀδιανόητα ἐξακολουθεῖ τό βλέμμα νά θολώνει…
Πίστεψέ με –πολλές φορές τό σκέφτηκα
τήν δυσκολία της νά ἐπιδιορθώσω∙
μά ἔλα πού τόσο πολύ τήν λυπᾶμαι
ἔτσι μονοκόμματα πού τρέμουν οἱ ραφές της
κάθε φορά πού γιά μεταποίηση τῆς συζητῶ
καί τρέχει καταπάνω μου ἀτάκτως ἐρριμμένη
τήν σημασία σου νά προσπαθεῖ γιά νά τήν
σώσει·
φαρδιά καί ἄστεγη –στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς
ὅπως ἐμμένει ἀμετάπειστα νά εἶναι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου