Δεν φταις εσύ, δεν φταίω εγώ
ο άλλοι πάντοτε θα φταίνε-
χώμα να βρίσκει ό εγωισμός και να ριζώνει.
Δεν μ' αγαπάς; Δεν σ' αγαπώ
και σε σκοτώνω για να ζήσω·
αύτη είναι ή τάξη των πραγμάτων
και Τρίτη Παρουσία δεν αρκεί
του κόσμου το παράλογο για να το συνετίσει.
……..
Μεγαλώσαμε και πια δεν το μπορούμε...
Το μίσος, τα ίσως και τα δεν
τα μείνε, τα φύγε, το χωρίς
τα πάντα, σας το λέω, συνηθίσαμε
και τ' αστέρια κηλίδες σπέρματος σε στέρφο
ουρανό τώρα τα βλέπουμε
έτσι όπως την ψυχή μας συνηθίσαμε
από του κόσμου το ασύδοτο το ύψωμα να την
γκρεμίζουμε
…………..
Μα θα το ζήσουμε κι αυτό...
Κάποτε - θα δεις
στην ίδια εντοιχισμένη ευτυχία θα
συγκατοικήσουμε ξανά
με την πόρτα απεγνωσμένα ανοιχτή
να μπαινοβγαίνει η ζωή φορτωμένη τα
καινούργια της δώρα και
χαλάλι, θα λέμε, χαλάλι.
……….
…..Τ' αγαπημένα σου ν' ακούγονται τραγούδια
την σημασία να σου παραχωρήσω που αξίζεις
και να προλάβω τα ρούχα μου τα πιο καλά να
βάλω·
τόση φιλάρεσκη επισημότητα ξέμεινε αφόρετη
στις κρεμάστρες.
Και τα μάτια -
να μην ξεχάσω να σκουπίσω τα μάτια.
Την εγκατάλειψη δεν θέλω να την δεις και να
τρομάξεις.
Πρέπει, όμως, νά βιαστώ...
Να στρώσω λίγο τα μαλλιά, την πλάτη να
ισιώσω
σημάδια, χρόνια κι ατυχίες μήπως μπορέσω ν'
αποκρύψω
να ρίξω άρωμα σ' εκείνες του κορμιού μου
τις πτυχές
που τότε αποζητούσες ν' αγκαλιάσεις
και την Παραίσθηση στο στόμα να ταΐσω·
μεγάλωσε πολύ το μωρό μου - σ' το λέω, θα
εκπλαγείς.
Πρέπει, όμως, να βιαστώ...
Τέτοια χαρά πώς να συγκρατήσεις;
Κι εσύ όπου νά 'ναι θα φανείς
μ' αυτά τα χείλη τα δεινά -τ' απονενοημένα
που την ζωή μου έμαθαν πικρά να αθετούν και
να της τάζουν.
Πρέπει, όμως, να βιαστώ...
τι κι αν τον δρόμο ξέρω πάλι πώς θα χάσεις
επέτειο θα είχαμε απόψε............
Για τις ημικρανίες σας και τα χαμένα λόγια
τις χαλασμένες μήτρες σας και τα νεκρά
παιδιά σας
και για την ανεργία σας και για τα στραβά
σας
για εκείνους που αμύνονται κι έπειτα φθηνά
δωροδοκούνται
-για την παγκόσμια μοναξιά μας, λέω
...θα φταίω εγώ·
ο αγαπημένος των εχθρών σας -εγώ
που σαν την σύφιλη επάνω στις πληγές σας
κατακάθομαι
και δεν σας αφήνω ποτέ να χαρείτε.
.............
Ν Ε Κ Ρ ώ Σ Ι Μ Ο Σ Α Ν Α Κ Ο Λ Ο Υ Θ ί Α
Ἀσυνεπής ὁ θάνατος νά ἦταν…
Νά μή σέ μάζευε νωρίς ἀπ’ τίς ἀλάνες.
Τήν ὥρα ἐκείνη τήν στερνή νά μή σέ ἔπαιρνε
πού ζύγιζες στά ἐφηβικά τά χέρια σου
ἑνός παράλογου ἔρωτος τό καθαρό τό βάρος.
Νά μή σέ ἔβρισκε ἀσήμαντο, σκυφτό
ἀπό τούς κήπους τῶν λυγμῶν νά κόβεις
παπαρούνες.
Ὄρθιος νά ἤσουν καί τυφλός
στήν ἔξοδο κινδύνου νά περίμενες
χωρίς θυμό, χωρίς γιατί μέ σαπισμένες τίς ἐλπίδες.
Ἀσυνεπής ὁ θάνατος καί τό μαζί νά μήν ἀργοῦσε…
Γι’ αὐτήν τήν ἄσπονδη τήν φρίκη
πού τό ποτέ ξανά ἀπ’ τά μαλλιά τό σέρνει
ἀνυποψίαστα μακάρι καί νά ζοῦσες.
Τήν πιό γεμάτη σου στιγμή νά μή σημάδευε
καί μ’ ἕνα ὥς ἐδῶ πικρά τήν ἀποτελείωνε.
Σάν ἀπόηχο ξερό νά μή σέ ἐγκατέλειπε
πάνω στό τραγούδι σου τό πιό ἀγαπημένο.
Ὄχι. Στήν ἀπόγνωση νά μήν χρειαζόταν
τόσο τρυφερά νά ἐντρυφήσεις.
Ἀσυνεπής ὁ θάνατος σάν καθυστερημένη ἄνοιξη
νά ἦταν…
Στόν φόβο του νά μή λογοδοτοῦσες·
Ἀπό τό ὄνειρο παιδί νά μή σέ σχόλαζε
νά μή σέ ἔσερνε μεσάνυχτα στό τέλος.
Τέτοια ἀποσύνθεση συναισθηματική μέ μιᾶς νά
σταματοῦσε.
Ἕναν παραθαλάσσιο οὐρανό μόνο ν’ ἀτένιζες·
κι αὐτόν μέ βεβαιότητα ἄσε με
παράδεισο ἀμφίβολο νά σοῦ τόν πῶ
ἀφοῦ τά λυπημένα σου φτερά
τόπο δέν βρῆκαν ν’ ἁπλωθοῦν καί νά
πετάξουν.
Ἀσυνεπής ὁ θάνατος νά ἦταν…
Χαράματα νά μή σέ φώναζε μέ ἀσθενοφόρου
σειρῆνα
καί σκουριασμένο αἷμα στίς φλέβες·
σ’ αὐτήν τήν ἄτυχη σκηνή
τό ὄνομά σου τό μικρό νά τό ξεχνοῦσε
νά μήν τόν ἄκουγες, νά γύριζες τήν πλάτη.
Ξημερώματα στόν θεό νά μή σέ πήγαινε
πού εἶναι κλειστά καί δέν μιλοῦν τά
παραμύθια
καί μ’ ἕνα φύσημα ἁπλό
ἀνοίγουνε διάπλατα οἱ κλειστοφοβικοί μας
πόθοι.
Μέ σένα, τουλάχιστον, ὁ θάνατος
ἐπιεικής ἄς ἦταν…
Κι ἐσύ στό πλάι μου -ἐδῶ
τήν προσοχή μου, ὅπως παλιά, νά ἀπαιτοῦσες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου