Όταν οι αρθρώσεις θωρακίζουνε
θυμό και κίνηση στα οστά μου
απλώνω τα χέρια ανοίγομαι
στον κίνδυνο να υπάρχω
τρέφεται άνεμο η ουρά
ανάμεσα στα πόδια
και μια παλιά ισορροπία
– τη θυμάμαι –
χτυπά στις πέτρες
και σηκώνεται
πιο μαλακή στο βάρος της
τα
ζώα
με κρατούν
δεμένη
στο ένστικτο τους
τρέμω
γρυλίζω σαν σκυλί
στην πόρτα του σφαγείου
και αμολιέται η μύτη μου
υγρή για λίγο αίμα
η νοστιμιά αναπάντεχη
η έλξη φρέσκια
μέχρι να γίνει ο θάνατος
ένα ξερό υφάδι
κι όσο κι αν γλείφω απαλά
η γλώσσα να πετρώνει
χαϊδεύω
ακόμη
ανθούς στο λαιμό μου
περιβόλια αντίστροφα
στη δύναμη των φόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου