Σελίδες

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Έρχομαι,

Έρχομαι,

Πέρα απο τ΄ ασύνορο
υπερπέραν
ονειρεύομαι,
τα πάντα
και το τίποτα,
διαδρομη αρμονίας
μακάρι να μ΄έβλεπαν.

Αόρατη συνείδηση.

ΝΥΧΤΑΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟ



Είδα στον ύπνο μου κόκκινα φεγγάρια
κι όλα έμοιαζαν το πυρωμένο σου σώμα,
οι παλμοί της καρδιάς μου,
εραστές του σώματος σου ,
σκαρφάλωναν την κλίμακα του πιεσόμετρου ,
ραμφίζοντας τις αναμμένες επιθυμίες.

Ω!!! ....παραθυρόφυλλα του έρωτα
σκεπάστε τον ήλιο μια στιγμή
την ευτυχία μου χωρίς προσχήματα
αιώνια να κρύψει.

Σώμα που επιθυμείς
στόμα που σωπαίνεις
βαδίζετε σιμά-σιμά
να σβήνετε τις πυρκαγιές

στους αχυρώνες των ονείρων.

Γρηγορία Πελεκούδα: Απ΄ τις σχισμές των βράχων αναβλύζουν όλα τα όνειρα! Κι εγώ θα είμαι πάντα αθεράπευτα ονειροπόλα!

 Μετακομίζω
άστεγες νύχτες
απ΄το σκοτάδι
εκεί,
όπου πληγώνεται
η σιωπή.

Τολμώ
κι ανοίγω
τις πύλες
εκεί,
που σκάβει
η έγνοια.

Παιδιά μετρούν
αστέρια
κι ονειρεύονται.
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

Η Γρηγορία Πελεκούδα γεννήθηκε στη Λάρισα ξημερώματα Πρωτοχρονιάς ενός χρόνου που δεν μπορεί ποιητικά να προσδιοριστεί.  Λάτρης των καλών τεχνών θυμάται πάντα τον εαυτό της μ΄ ένα μολύβι και μ΄ ένα πινέλο. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, σπουδές που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Στην προσπάθειά  να ομορφύνει τη ζωή της, βρήκε τρόπους έκφρασης μέσα από την ζωγραφική αλλά κυρίως μέσα από την ποίηση.
Για την κα Γρηγορία Πελεκούδα δεν υπάρχει άλλη οδός παρά αυτής της ποίησης για να εκφράσει τα συναισθήματά της και να καταγράψει όλα όσα καταδυναστεύουν τον άνθρωπο.             Αγαπά όπως η ίδια λέει «……πάνω απ' όλα τον Άνθρωπο τη ζωή τα παιδιά γιατί είμαι Μάνα, και τον έρωτα γιατί είμαι Γυναίκα!»  Αναζητά την αλήθεια μαχόμενη με τις λέξεις, ανασκάπτει τα όρια, ξεπερνά τις γραμμές τις ζωής, αφουγκράζεται τα πάθη, ανακαλύπτοντας την ομορφιά ακόμα και στο παράλογο, στο τίποτα.
Η Γρηγορία Πελεκούδα είναι μια ποιητική φωνή, που στέκεται στον ορίζοντα, παίρνοντας πάντα την θέση που της αρμόζει στις φωτεινές χορδές του.

Οι θερμές μας ευχαριστίες είναι το λιγότερο που μπορούμε να της εκφράσουμε.


Ø Γράφεις ποίηση χρόνια τώρα, όπως ουσιαστικά κάνουν όλοι οι άνθρωποι που έχουν κάποιο πάθος. Πως η ποίηση ελευθερώνει τα συναισθήματά σου; Σε ποιους κόσμους σε ταξιδεύει; Παράλληλα, ασχολείσαι με την ζωγραφική και την Μουσική. Ανήκεις ουσιαστικά ψυχή και σώμα στην τέχνη. Πόσο σε βοήθησε η ζωγραφική (εικόνα) και η Μουσική (ήχος) στην γραφή σου;

Από μικρή με ένα μολύβι κι ότι γρατσούνιζε κι άφηνε σημάδια ζωγράφιζα κύκλους καθόμουν μέσα τους και γύρω-  γύρω μου ζωγράφιζα ανθάκια γράφοντας μικρά αθώα ποιηματάκια αγάπης για τις φίλες μου.                        
Δεν γράφω πολλά χρόνια ποίηση μόνο τα τελευταία χρόνια.  Η δουλειά μου ως Ζωγράφος μου έκλεβε όλο μου το χρόνο.  Παράλληλα εργαζόμουν στην οικογενειακή επιχείρηση του Συζύγου μου. Αργότερα μετά το θάνατό του αφιέρωσα όλο μου το χρόνο στα δυό μου πάθη: ζωγραφική και ποίηση.  Η μουσική με γέμιζε συναισθήματα με νανούριζε παίζοντας πιάνο και λίγη κιθάρα, μα εκεί που άφηνα όλα μου τα συναισθήματα ελεύθερα είναι η γραφή.  Εκεί το σώμα μου εκεί και η ψυχή μου.           Εκεί κι οι πόνοι μου,  οι νοσταλγίες μου η αγάπη για τη ζωή.  Και τις ζωής τα βάσανα τ΄ αποτυπώνω βλέποντας τα πρόσωπα ανθρώπων, ακουμπώντας  τους.  Ένα φύλλο, μια αχτίδα ένα ηλιοβασίλεμα...

Ø Η μεγάλη σου αγάπη εκτός από την ποίηση είναι τα παιδιά, τα παιδιά σου. Τους μιλάς για την ποίηση. Η ενασχόλησή σου αυτή άνοιξε άλλους δρόμους επαφής μα τα παιδιά, πέρα από τους συνήθεις συμβατικές σχέσεις γονέα- παιδιών; Πως εκλαμβάνουν τα παιδιά την μητέρα ως ποιήτρια; Τους διαβάζεις ποιήματα;
Ναι  η πιο μεγάλη αγάπη, ο έρωτάς μου είναι τα παιδιά μου. Έχω δυο γιούς με πολύ καλή επαφή μαζί τους. Είναι αρκετά μεγάλοι πια, ναι τους μιλώ τους διαβάζω όταν πηγαίνω κοντά τους, βλέπεται μένω σε άλλη πόλη στο Βόλο και όταν ανταμώνουμε τους κάνω αστειάκια, απαγγέλνοντας  χαρούμενους στίχους. Βλέπετε οι καιροί έχουν αλλάξει πολύ και τα προβλήματα μας έχουν κατακλύσει. Χαίρονται για την μαμά τους και νοιώθουν άπειρο σεβασμό κι αγάπη για ότι κάνω.

Ø Διαβάζοντας την ποίησή σου, ανακαλύπτω έντονα μια ερωτική διάθεση, μια γυναικεία μορφή που μάχεται αλλά συγχρόνως επιθυμεί διακαώς να ξεφύγει…. Σε ένα ποίημά σας γράφεται:

Μια μέρα θα φύγω
απ΄ τα σκοτάδια σας
θ΄ αγκαλιάσω όλα τα όνειρα
σε χίλιες και μια νύχτες
θα πιώ αμόλυντη αγάπη
φλοίσβους
που στραφταλίζουνε
στα μάτια.

Αλήθεια Γρηγορία που θέλετε να ταξιδέψετε και από ποια ανθρώπινα σκοτάδια θέλετε να απομακρυνθείτε;

Γράφοντας ερωτική ποίηση, που βγαίνει από μέσα της ο πόνος, η θλίψη, η επιθυμία, η οργή,  πολλές φορές,  είναι διάφορα ακούσματα μα έχουν όλα κάτι τι δικό μου …..
 Βασικά είναι η απώλεια,  ο θάνατος, και ότι  το άδικο στέρησε.
 Το δε ποίημα μου, Μια μέρα θα φύγω απ΄ τα σκοτάδια σας……. ο στόχος είναι η αγάπη μου κι ο πόνος μου,  για τα δεινά που περνάμε,  για όλα μας τα όνειρα. για τα δάκρυα μας.
Μα δεν σταμάτησα ποτέ να ταξιδεύω παντού υπάρχουν ρωγμές για να ξεφεύγουμε

Ø Έχετε προσπαθήσει να αποτυπώσετε σε στίχους κάποιον πίνακά σας και το αντίθετο. Είναι κατορθωτό αυτό; Δεν θα ήταν μια πρόκληση για μια ποιήτρια σαν εσάς;
Αρκετά χρόνια πριν ταύτιζα την εικόνα με την ποίηση.  Αυτό που έβγαινε στον καμβά,  αυτό που με τύλιγε ήταν το χρώμα.  Έτσι έντυνα και τους στίχους μου.  Το ένα παρέσυρε το άλλο.

Ø Αισθάνεστε όντως  ποιήτρια; Πως γενάτε τα ποιήματά σας; Πόσο κόπος και πόνος καταβάλλεται;
Η μισή Ελλάδα γράφει ποίηση και η άλλη μισή τραγουδάει. Μέσα σ΄ αυτούς είμαι κι εγώ. Μου βγαίνει αυτό που λένε αυθόρμητα,  με παρασέρνει αλύπητα το κάθε τι. Ένας ήχος,  μια εικόνα,  ένα πουλί πού φτερουγίζει, ένα φύλλο που πέφτει κιτρινισμένο,  ένα μισογκρεμισμένο σπίτι,  φθορά του χρόνου που μέσα του ακόμη ζουν,     άνθρωποι….. μονάχοι.  Αλλά για να μην σας κουράζω τα περισσότερα,  μου βγαίνουν,  έτσι στη στιγμή με παρασέρνουν  και τα  παρασέρνω.  Πιστεύω ότι για να γράψεις πρέπει να περάσεις από πολλά σκαμπανεβάσματα,  ν΄ ανέβεις πολλές ανηφοριές,  πίνοντας απ΄ το κουτάλι,  σταγόνες μικρές πικρές χαρές,  λύπες.  Κάποτε βρέχεσαι,  την άλλη ξαστερώνεις,  λάμπεις.

Ø Και τι είναι ποίηση για εσάς;
Για μένα ποίηση είναι η ίδια η ζωή που την καρφώνεις με μελάνη χωρίς να λερώνεσαι. Ακάματη ψυχή του λόγου κι εγώ πορεύομαι στ΄ αχνάρια της.

Ø Από την μικρή συνομιλία μας, πριν από την συνέντευξη μου είπες ότι είχες (έχεις) μέντορα στην γραφή. Μπορείς να αναφερθείς σε τούτο; Χρειάζεται πράγματι κάποιος δάσκαλος ώστε ο ποιητής να γίνει καλύτερος; Δεν αρκεί η δική του δημιουργική ενασχόληση; Εγώ προσωπικά θεωρώ αναγκαία και τα δύο.
Όταν ξεκίνησα την δημιουργική μου ενασχόληση είχα πολλά ερωτήματα κι απορίες. Ναι κι εγώ πιστεύω και το θεωρώ αναγκαίο να διδαχτώ σε ότι είχα άγνοια. Με βοήθησε πάρα πολύ πως να αποτυπώνω τις σκέψεις μου κι η πένα μου να σκέφτεται πρώτα και μετά να υπογράφει..
Ø Υπάρχουν ποιητές που η δουλειά τους στάθηκε αφορμή για το ξεκίνημά σας;
Ναι οι αγαπημένοι μου ποιητές Γιάννης Ρίτσος,  Γιώργος Σεφέρης,  Κωνσταντίνος Καβάφης. Ποιητές που ο χρόνος δεν θα σβήσει από τη μνήμη μου και την καρδιά μου.  Αυτοί που μέσα από τη θλίψη, τη φυγή, το σαρκασμό, την μουσικότητα των στίχων τους, στον δυνατό ερωτικό λόγο τους,  στην σπαραχτική κραυγή απόγνωσης, στην ικεσία, ενοχή και στην τύψη,  εκεί που τα συναισθήματα δονούν και σε συντρίβουν.  Αυτοί μου άφησαν σημάδια ανεξίτηλα.
Ø Έχετε διαπιστώσει διαφορές στην ποίηση που γράφεται από γυναίκες και στην ποίηση που γράφεται από άνδρες; Υπάρχει όπως και στην ζωή, ρομαντισμός διάχυτος στην γυναικεία ποίηση και περισσότερο ρεαλισμός στους άνδρες ποιητές; Ή η ποίηση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ….όλον;
Μου λέτε για τις διαφορές στην ποίηση από Γυναίκες που γράφουνε και στους Άντρες.  Ναι υπάρχει το διαφορετικό.  Ο καθένας έχει αυτό το κάτι  που τον ξεχωρίζει από τους άλλους  και είναι ξεχωριστός.  Έχει τα δικά του μηνύματα το δικό του ύφος, και ο ερωτισμός πιστεύω για να τον εκφράσεις ποιητικά θα πρέπει να έχεις αγαπήσει,  πονέσει,  να βιώσεις την απώλεια αλλά και το πάθος,  αυτό που σε συντρίβει,  αυτό που σε κάνει να πετάς,  αυτός ο Γολγοθάς που σε απογειώνει.
Ø Από το βιογραφικό σας απουσιάζει μια έκδοση. Αν δεν κάνω λάθος δεν έχετε εκδώσει κάτι ακόμα,  εκτός από συμμετοχή σε συλλογική έκδοση. Κάνω λάθος; Διορθώστε; Υπάρχει προεργασία για έκδοση κάποιας ποιητικής συλλογής στο μέλλον.
Όχι δεν έχω εκδώσει ακόμη ποίηση ατομική μου ελπίζω στο μέλλον.
Ø Σας εμπνέει η ζωή και ο έρωτας! Θα ήθελα να μου πείτε την σχέση σας με τον θάνατο. Φοβάστε;
Με ρωτάτε αν με εμπνέει η ζωή και έρωτας! Μα! η ίδια η ζωή είναι έρωτας κι ο έρωτας είναι ζωή. Όπως κι ο θάνατος. Ναι τον φοβάμαι τον θάνατο,  μα δεν μπορώ να τον αποφύγω. Όλα στην ώρα τους, όταν θα ρθεί. Συμβόλαιο μαζί του κανείς δεν έκανε.

Ø Θα ήθελα να μου σχολιάσετε τους στίχους σας:

Μήτε με βλέμμα
μήτε με στεναγμό
η σκέψη λεύτερη πετά.

Όταν σε πληγώνουνε, όταν σε καταρρακώνουνε,  όταν σου παίρνουν τα όνειρα,  όταν άνεργος χτυπάς τοιχώματα, πια σκέψη να έχεις λεύτερη,  με τι βλέμμα να κοιτάς πέντε παιδιά μικρά κι ανήμπορα, πνίγεις τον στεναγμό και πνίγεσαι, στον στίχο αυτό και μόνο αυτό, προσπάθησα να αποτυπώσω.  Δεν ήθελα να ξεφύγω,  γιατί θα κραύγαζα για την κατάντια που μας έχουν φέρει.


Για μένα δεν έχω πολλά να πω.  Έχω φθάσει πια σε μια ηλικία που δεν έχω χορτάσει.  Νοιώθω ότι θέλω να μάθω πολλά ακόμη,  να διδαχθώ,  να υφάνω τις σκέψεις μου,  να αναδεύσω με το βλέμμα μου τη ζωή πιο αισιόδοξα.  Για το αύριο κι όλα τα αύριο.  Γιατί το μέλλον το βλέπω να μας κατατρέχει από μια φθοροποιό αγωνία,  μια αγωνία για τον επιούσιο.  Για τα παιδιά,  θέλω να ατενίσουν  το μέλλον τους μ΄ ένα χαμόγελο περήφανο……
κι επειδή ελπίζω,  γιατί πάντα θα ελπίζω για έναν κόσμο καλύτερο θα προσεύχομαι!!!     
 Για τα αύριο μας.                               .

 Γιατί ελπίζω....!

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Λουκάς Νικολαίδης: ........μιά άθέλητη κραυγή από μέσα μου βγαίνει... " Γιατί;"

Φθινοπωρινές ώρες


Χάσκει ο λογισμός μ' αλάφιασμα βαθύ
στο Σήμερα, στο Αύριο, στο Χτες...
Θαρώ, πως όλες οι ώρες ίδιες είναι,
μόνο που οι Αυριανές θολότερες φαντάζουν...
Λιογερματήσανε οι ώρες του Καλοκαιριού,
σαν ήρθαν οι μέρες του Σεπτέμβρη...
Πλεριάσανε τα σύννεφα από βροχή πικρή,
σκορπίζοντας τα όνειρα,
στη μάνητα του αγέρα...
Στες χινοπωρινές βαθίσκιωτες νυχτιές,
σέρνω της αγωνίας μου τες σκέψεις,
ψάχνοντας κάτω απ' τα ξερόφυλλα,
Ελπίδας κι Αγάπης στράτες νάβρω...
Ο ΄Ηλιος θαρώ,
πως ξεθρονιάστηκε κι Αυτός
απ' τ' Ουρανού τα πλάτια,
και μάνιασε η θάλασσα από κάτω Του,
λες και τηνε βίτσωσε μονόφτερο γλαρόνι.
Κι εμείς,
ξουθενομένοι από τες πίκρες της ζωής,
ξαποσταίνουμε σε Γερο- Πλάτανου τον ίσκιο,
προσμένοντας να γιατρευτεί,
η Λαβωμένη Αγάπη!!


**
Στις διαστάσεις του μυαλού

Μέσα σε τέσσερις τοίχους αδειανούς,
δανείστικα τη φωνή των αστεριών,
την Κατάθλιψη να ξεφωνήσω.
Μέσα μου, 
το ξύπνημα του Μηδενός,
κι ένα Τεράστιο Κενό...
Στέκομαι ορθός στο πάτωμα,
την ώρα που έρχεται η Σκέψη σκονισμένη
και κάθεται στον καναπέ....
Και Ποιόν Εγώ να λυπηθώ;
Τον Χτεσινό ή τον Αλησμονημένο;
Ψάχνω αντικλείδι γιά να βρω,
τα ανοιχτά μυαλά να ξεδιαλύνω,
Ήλιους, ΄Αστρα και Πανσέληνους,
σε λείες επιφάνειες να κατεβάσω...
Ερίζουν μέσα μου,
Μελαγχολία, Φρίκη κι Ενθουσιασμός,
φιλτράροντας αβίαστα,
τη Στοιχειωμένη Σιωπή μου...
Στις διαστάσεις του μυαλού,
αναγεννόνται Σχέδια και Ιδέες.
Όμως, είμαι κάποιωνε ακριβώς χρονών,
ένας μικρός του σώματος Καθεδρικός Ναός,
όπου το Πνεύμα μου επιστατεί,
με Φλόγα και με...Μοίρα!!

***
Και περιμένω....περιμένω

Ανάμεσα σε ζοφερά περάσματα,
ψάχνω να βρω παλαιούς ταξιδεμούς,
που ανήκουν πιά σε εποχές,
κάποιας ομίχλης γκρίζας....
Απόψε,
καθισμένος πάνω σε άχρηστες αποσκευές,
του Φεγγαριού το άρωμα αναπνέω
και περιμένω....περιμένω.
Περιμένω ν' ανοίξει ο φεγγίτης τ' Ουρανού,
και κάτω απ' των αστεριών το φεγγοβόλημα,
να σύρω τα βήματά μου αργά,
πάνω σε Μνήμες και Λήθες Νιότης....
Τώρα πιά,
που το Απέραντο Λευκό
βάφτηκε κόκκινο γκρενά
και φτάσαμε στην ώρα του Μηδέν,
στου Ακρωτηριού την άκρια,
σκοτείνιασαν του Αλωνάρη οι Αυγές
και με το νυστέρι της Σιωπής
προτού το Αγιόκλιμα να μαραθεί,
την Ετοιμοθάνατη ζωή  θα χειρουργήσω...

****
΄Επαρση

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Μην το ψάχνεις, δεν πειράζει

 Έτσι καθώς το φεγγαράκι κοιτάς
Να περνάει έξω απ’ το παράθυρό σου
Κάτι εικόνες σου `ρχονται απ’ τα παλιά
Και χάνεις ξαφνικά τον εαυτό σου

Έτσι τελείως ξαφνικά και έτερον ουδέν
Μα εγώ μικρό μου είμαι πολύ μακριά
Μην το ψάχνεις, δεν πειράζει

Δυο μικρές αφίσες τυλιγμένες ρολό
Τα τραγούδια καρφωμένα στο μυαλό σου
Ξαφνικά γυρνάς στο παρελθόν
Και ρωτάς τι απ’ όλα αυτά ήταν δικό σου

Τίποτα μικρό μου, ε καλά
Τούτη η σκέψη ρυθμικά σε βασανίζει
Κι ένα σου δάκρυ ξαφνικά
Τη σκιά μου στο μυαλό σου ζωγραφίζει

Έτσι τελείως ξαφνικά και έτερον ουδέν
Μα εγώ μικρό μου είμαι πολύ μακριά
Μην το ψάχνεις, δεν πειράζει

Έτσι καθώς το φεγγαράκι κοιτάς
έξω απ’ το παράθυρό σου
κάτι συμβαίνει ξαφνικά
κι ανάβει της καρδούλας σου τους πόθους

Ω τι αχαλίνωτος ρομαντισμός
κι η μαμά να συμπληρώνει
"βίζιτα η κόρη μου, θα είστε τρελός!"
"το καημένο επιστήμων τελειώνει"

Έτσι λοιπόν και ξαφνικά και έτερον ουδέν
Μα εγώ μικρό μου είμαι πολύ μακριά
Μην το ψάχνεις, δεν πειράζει

Μάταια φωνάζεις τ’ όνομά μου λοιπόν
άδικα χάνεις τον καιρό σου
μάταια γυρνάς στο παρελθόν
και ρωτάς τι απ’ όλα αυτά ήταν δικό σου

Τίποτα μικρό μου, παρ’ εκτός
κάτι λίγα η αμοιβή σου
ξέρεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά θαρρώ
κι εσύ το ξέρεις κι οι δικοί σου

Τούτο το βράδυ

Τούτο το βράδυ
θα τραγουδήσω
κάτω απ’ τις στέγες των σπιτιών.
Θα τραγουδήσω
ένα λυπητερό τραγούδι
είμαι η γενιά η αδικημένη
και τα καλύτερά μας χρόνια
αχ, τα περάσαμε
κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών.

Τούτο το βράδυ
μέσα στους δρόμους
εργάτης είσαι ή φοιτητής.
Θα τραγουδήσω
ένα λυπητερό τραγούδι
είμαι η γενιά η αδικημένη
και τα καλύτερά μας χρόνια
αχ, τα περάσαμε
κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών.

Το όνειρο

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ ήμουνα εγώ κι από την άλλη
έτοιμος να μου αποκριθώ και να ρωτήσω πάλι
κι ύστερα χάθηκα μακριά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας, έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Κι είδα ένα παιδί, μικρό παιδί που έπαιζε και μου `ριχνε στα ζάρια
το ύστερο του πόθου μου φιλί, τα πρώτα παιδικά μου χάδια
κι εκεί εκείνη τη στιγμή άκουγα να τραγουδάνε εντός μου,
ο ύπνος με το θάνατο μαζί, τραγούδια του ερωτός μου
κι ύστερα πάλι ξαφνικά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές, βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου,
σύμβολα, σημεία και μυστικές μορφές αυτού του μάταιου κόσμου
και είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα
κι από `ναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά, εμείς, περνάμε, λέει, ώρα την ώρα
κι ύστερα πάλι ξαφνικά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας, έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
πες μου τι είν’ αυτά που βλέπω εδώ, πρόφτασα να πω στον εαυτό μου,
μη μιλάς μον’ κοίτα και πέρνα λέει αυτός και βγήκα από τ’ όνειρό μου.

Να!

Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει με απορία και μετά,
«Να κι αν είναι κι αν δεν είναι» μου απαντά.
«Να, να, να!...»
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Είναι τα οράματα που λείπουν
«διότι», «δεν» και τα λοιπά,
είν’ ο φόβος, όχι τίποτα σπουδαίο φυσικά,
μα που μας κάνει ξαφνικά,
για ό,τι υπάρχει ένα γύρω να μη δίνουμε μια
και «Να, να, να!...»

Για τα παιδία που περιμένουν κι ελπίζουν
νύχτα μέρα με παυσίπονα και ηρεμιστικά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε; Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να, να!...»
Για τους φαντάρους που ονειρεύονται τις νύχτες
κι έναν ύπνο ανεξύπνητο κοιμούνται στη σκοπιά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε; Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να, να!...»

Κάθε φορά που η ζωή μας ακριβαίνει.
Τι περίεργη λιτότης! Δύο μέτρα, δύο σταθμά.
«Η Ελλάδα μας πληγώνει»*. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να, να!...»
Εμένα πάντως η Ελλάδα με μουντζώνει,
όμως εσένα πονηρούλη σε πληρώνει τελικά,
μου αγοράζεις ένα ύφος ακριβά ή φτηνά
και «Να, να, να!...»

Αυτοκράτορας σκοτώνει τη μαμά του λέει
διαγράφονται οι λέξεις Άγιος Μέγας και τα λοιπά.
Ιστορίες θα λέμε τώρα; Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να, να!...»
Τετρακόσια χρόνια φάγαμε τους Τούρκους.
Συνηθίσαμε και τρώμε και τους Έλληνες μετά.
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να, να!...»

Όλα αλλάζουν, ξαναλλάζουν κι αλαλάζουν.
Ένας κόσμος σαν κοπάδι αλαφιασμένο τριγυρνά.
Οι κερκίδες τι σημαίνουν; Ε, καλά.
Εμείς «Να, να, να!...»
«Το μυαλό μου είναι σε φάση να σαλτάρει».
Τουτ’ η φράση μου `χει μείνει από τα Νέα Ελληνικά.
«Πολυτέλειες» θα μου πείτε. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να, να!...»

Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει, με κυττάζει και μετά
«Πόση αλήθεια κρύβει τουτ’ η ιστορία μου απαντά».
Κι εκεί τελείως ξαφνικά,
Μου θυμίζει κάτι λόγια κάτι λόγια γνωστά
ωραία κι αληθινά.
«Το λουλουδάκι αυτό δεν ήταν για μας.
Το κόψαμε, το φάγαμε και το φτύσαμε μετά»**.
αλλά για τέτοια θα λέμε τώρα; Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να, να!...»

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
με την ανάσα ενός παιδιού
σημάδι τούτου του καιρού
που μας φοβίζει και μας καίει

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ειν’ η δική μας παρουσία
τον ύμνο ακούγοντας να λέει
χαίρε ω χαίρε ελευθερία

Κι είν’ οι φωνές μας στον αέρα
αλήθεια ποια είναι η αλήθεια
έτσι που ζεις από συνήθεια
μια μέρα ακόμα και μια μέρα

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
σπάζουν τ’ αγάλματα κομμάτια
ψυχές που κράζουνε βοήθεια
κι έχουν ορθάνοιχτα τα μάτια

Κι ο ουρανός που μας σκεπάζει
μια φυσαρμόνικα που κλαίει
κι εμείς ανυποψίαστοι κι ωραίοι
μέσα στο θαύμα που βουλιάζει

Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι
παραιτημένοι κατά βάθος
ω με πόση ένταση και πάθος γίνονται
πρώτοι οι τελευταίοι

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ακολουθώ τα βήματά σου
μέσα στην ερημιά του κόσμου
κι έρχομαι πλάι εκεί κοντά σου

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Αμμόχωστος

Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ

Λήδρας




Πέραν του οδοφράγματος
χρόνος ανάδρομος
χώρος αλαλάζων
ουρανός πλατύτερος
μνήμη αιχμηρή
Η χώρα ενδότερη
στρώματα ιστορίας
σώματα μυθολογίας
χώματα και ονόματα
Εκεί
η πατρίδα ψυχή

πτώμα σε Προκρούστειο κλίνη

Τραγική ειρωνία



Όσο κι αν το προσπάθησα
να ξεχωρίσω δεν κατάφερα
αν ήταν αλλοθρήσκων
ή ομοθρήσκων οι καρδιές
που κάποια χέρια σκάλισαν
σε τοίχο στη μοιραία πόλη
Επέζησαν εντούτοις

του πολέμου

Νικολαίδης Λουκάς: "Λίγη ψυχή χρειάζεται, τον κόσμο τούτονε γιά να γνωρίσεις."

Όταν


Όταν 
η ανάσα μου η καυτή
πάψει την ψυχή Σου να ζεσταίνει,
σημαίνει πως,
θα έχω φύγει ταξίδι μακρινό,
γιά τ' Ουρανού τα πλάτια...
Τότε,
αν όντως το θελήσεις,
στρέψε το βλέμμα Σου αψηλά
προς του Γεννήτορα το Σπίτι,
γιά να προσευχηθείς
και γιά την εδική μου την ψυχή
νάχει Καλό Αναπαμό,
όπως και το χλωμό κορμί μου θάχει,
στης Μάνας Γης
την Παγωμένη Αγκάλη....

**
Πεφτάστερο

Κι εκεί που γύρω απλονώτανε
του Ουρανού η Απέραντη Σιωπή,
μύρια του Σκοταδιού μαζώχτηκαν λαμπιόνια,
και στήσανε χορό...
Σιώπησαν των ανέμων οι φωνές,
και ο Μάγιστρος της Σιωπής
και του θολού Κανόνα,
έσκυψε στο αυτί γιά να μου πει....
"Λίγη ψυχή χρειάζεται,
τον κόσμο τούτονε γιά να γνωρίσεις."
Πρώτη φορά που άκουσα
γαλάζια μουσική
από των αστεριών το στόμα...
Και έμεινα εκστατικός
μέσα σε πλάνο γιορτινό,
που πήρε σκέψεις- λογισμούς,
γιά κάτι το Μεγάλο.
Αξάφνου ενα Πεφτάστερο
απ' το χορό ξεκόλησε,
και σπάρθηκε
πάνω από Νησιά και Βράχια,
μα έμεινε Μετέωρο
καθώς αντίκρυσε,
καμμένο δρυοδάσος!!!

****
Μοναξιά

Πάνω στης Γης τη χλωροσιά,
στης μέρας τη λαμπράδα,
και μέσα στες πόλεις τες πολύβουες
που η καταχνιά σκεπάζει,
ψυχή που μοναχή πορεύεται,
αγάπη ποτέ δεν έδειξε,
ούτε αγάπη πήρε...
Της Ευτυχίας ταίρι Αρμονικό
στερήθηκε,
ρουφόντας ασταμάτητα 
την πικρα του Καημού.
Μοιάζει με φελούκα της ζωής,
σε πέλαγο ανοιχτό βολοδαρμένη.
Ίσως...να φταίει και η Χαρά,
που άργεψε να έρθει.
Μοιάζει Πλατεία έρημη,
ακάλεστης μπόρας Θύμα...
Μοναξιά, Ερημιά, Χαλάσματα,
αδέρφια από άλλη μάνα.
Σύμβουλος Ανυπόληπτος η Μοναξιά,
πάντα στο Λάθος οδηγεί,
και κλείνει μ' ένα Δράμα!