«Για έναν Ιούδα
για μια Μαγδαληνή
ζήλεψε ο Θεός τη λησμονιά
και θνήτεψε για να τον σταυρώσουμε.»
για μια Μαγδαληνή
ζήλεψε ο Θεός τη λησμονιά
και θνήτεψε για να τον σταυρώσουμε.»
ΦΡΟΝΗΣΗ
Ό,τι μας έδεσε, έδεσε μόνο χώμα
και μόλις καταλαγιάσει ο θάνατος
νέοι θα δαγκώσουμε το μήλο απ’ την αρχή.
Και θα τραγουδά για μας η γη
πως χώμα αγάπησε το χώμα
και χώμα δεν θα αγαπήσει ποτέ ξανά τόσο
πολύ.
ΡΙΣΚΟ
Βήματα πάνω σε γνώριμα σκαλιά.
Το απαλό τρίξιμο της οικειότητας κι οι
σκιές,
σιλουέτες φθινοπώρων τυραννικά ατέρμονων.
Τα παλιά κλειδιά στο χέρι. Ένα κερί,
χρωματισμένο στο βαθύ του έρωτα.
Ανάγκη για παραμελημένη εξομολόγηση
και μιαν αιώνια παρακαταθήκη.
Τα γυμνά δέντρα οι ανάποδα κρεμασμένοι
με τα πόδια ανοιχτά προς τα σύννεφα.
Με το λαιμό τσακισμένο απ’ τη βαρύτητα του
ουρανού.
Στο απέναντι πεζοδρόμια ο Θεός,
ρακένδυτος και μοναχικός,
όλο μου κουνά με νόημα τα ζάρια.
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Κανείς δεν ποτίζει μαραμένες νύχτες.
Κανείς. Πέρα από ‘κείνους
που προδομένους αγάπησαν
μα φοβισμένοι το
απαρνήθηκαν
φορές τρεις.
ΜΑΤΑΙΟ
Και τι είναι η Θλίψη, παρά τραγούδι του αυτόχειρα
με στίχους κλεμμένους από επιγραφές
ανάγλυφες, των νικημένων, στο σκοτάδι.
Και τι είναι η Λησμονιά, παρά μιαν άπληστη κυρά
που στα χαρτιά ποντάρει ό,τι αγαπήσαμε
μα ο Χρόνος τη εξαπατά με τεχνικές ποικίλες.
Και τι είναι ο Έρωτας, παρά δυο άνθρωποι
ανίκητοι ο ένας για τον άλλο
που ο ένας τον άλλο αψηφά
κι επιλέγουν αμφότεροι να κρατήσουν Θερμοπύλες.
με στίχους κλεμμένους από επιγραφές
ανάγλυφες, των νικημένων, στο σκοτάδι.
Και τι είναι η Λησμονιά, παρά μιαν άπληστη κυρά
που στα χαρτιά ποντάρει ό,τι αγαπήσαμε
μα ο Χρόνος τη εξαπατά με τεχνικές ποικίλες.
Και τι είναι ο Έρωτας, παρά δυο άνθρωποι
ανίκητοι ο ένας για τον άλλο
που ο ένας τον άλλο αψηφά
κι επιλέγουν αμφότεροι να κρατήσουν Θερμοπύλες.
ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ
Ανακάθισα αναπαυτικά σε πολυθρόνα περίοπτη.
Στα καλά μου ντύθηκα.
εναπόθεσα δύο λάθη δεξιά,
δύο πάθη αριστερά
κι αληθής ορκίστηκα.
Κάθε φορά που ομολογώ
μπρος στο κατήγορο παρελθόν μου,
υπόδικος της εκάστοτε παρωχημένης ανάσας,
κάθε φορά πίσω να κοιτάξω δε φοβάμαι.
Για το παρελθόν μου το κάνω να με δει
όμορφο κι αειθαλή.
Να το εξαπατήσω, να πιστέψει
πώς κάθε μέρα κάνει τη σωστή επιλογή.
ΘΛΙΨΗ
Σώπασαν καθώς σηκώνεται να χορέψει.
Αέρινη, μ' ένα πέπλο καλυμμένη
χλωμή μα οικεία σαν αδερφή, σαν κατάρα.
Προχωρά προς το κέντρο κι αυτοί αγωνιούν.
Το πέπλο κεντημένο μ' αναμνήσεις
ίσα που καλύπτει τη λευκή σάρκα
νοτισμένη ως την κρατά
μες στην εικόνων, που τους απλώνει,
χορογραφία.
Κι αυτά τα δάκρυα, νήμα
στο Μινώταυρο του πάθους. Να τη βρει
στο λαβύρινθο των βημάτων της
πριν ο χορός πεθάνει. Πριν να 'ναι αργά.
Σαν αερικό πλέει, ρούχα όλα αλλάζει
πάνω στην κίνησή της μεταμορφώνεται.
Στα μάτια του καθενός αλλιώς
κι όλοι να σιωπούν, να κοιτούν.
Την Θλίψη που τόσο ακόρεστα μπροστά τους
ξεδιπλώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου