Θυµήθηκα πως γυάλιζες
τα όνειρά σου
όπως το ποδήλατό σου
πριν χαθείς
σ' ελεύθερους δρόµους
δοκίµαζες στο µέτωπό σου
τον αέρα
κι ήθελα τόσο
απ' αυτόν
που κράταγα γερά
όταν είχα τα χέρια
ακόµη λαµπερά
παιδί
στην πίσω αυλή
σαν ετοιµαζόµουνα
τα ρεύματα
να πιάσω
σε µια ζωή
που πλήρωνες
-καθώς είχα
τις παλάμες μου λευκές
για να πιστέψω-
με το αλάτι
και το χαρτί
Κι ήξερα πως
µόλις πέρασες
από 'δω
που 'χαν γυµνωθεί
στα κλώνια τους
τα δέντρα
απ' την πλευρά
του δρόµου
και χτυπούσαν
τα φύλλα
την πόρτα
της ισόγειας γκαρσονιέρας
που πλήρωνα
µε νόµισµα τραπεζικό,
κάθε πρώτη του µήνα
µου τα ταχυδροµούσες
λες κι ήτανε
χαρτί λευκό
και σαν αλητάκι
επέµενες
ακόµη
πως µπορώ
το τρίτο παιδί
του βασιλιά να γίνω
στο παραµύθι
που το αλάτι
την αγάπη µέτρησε
κι απ' το χρυσάφι
πιο καλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου