Σελίδες

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Νικολαίδης Λουκάς : Έξι (6) ποιήματα


Ο άνθρωπος παραφρόνησε

Έξω ο αγέρας φυσά θανάσιμα,
λες και προσπαθεί , συθέμελα να ξεριζώσει,
ότι  από τα αισθήματά μου έχει απομείνει!
Οι καρδιές, σκλάβοι της απανθρωπιάς,
ξεσκίζουνε του ΄Ερωτα τα κιτάπια,
βάναυσα αλλοιώνοντας, ονείρατα και πόθους...
Παραφρόνησε ο ΄Ανθρωπος,
έτοιμος να ενδώσει και να παραδοθεί,
στης Απόγνωσης τα ύπουλα πλοκάμια!
Κι ενώ το σκοτάδι επελαύνει,
τα μάτια εθολώσανε από Κακία κι από Μίσος...
Προσδοκίες και οράματα κρυφά,
φυλακίζονται στης Αδράνειας τά σκοτεινά κελιά,
ενώ, του Ασυμβίβαστου αγέρα τα φτερά,
μαστιγώνουνε αλύπητα, ψυχές και συνειδήσεις.
Και ο ΄Ανθρωπος,
κενός από Αισθήματα και Πάθος,
γινεται βορά στα άγρια κοράκια!

*

Χαραυγή

Σαν ασκητής μοναχικός,
στις ρούγες της Νύχτας περπατάω
και οι λογισμοί μου οι αμόλυντοι,
πλανεύονται στης εξοχής τα κάλλη!
Αγάπησα αυτούς,
που στης ζωής το καταχείμωνο ονειρευτήκανε,
ζεστασιά και αγάπη να προσφέρουνε,
σε κείνους, που....τόχουνε ανάγκη!
Κάτω από την ασπίδα τ' Ουρανού,
ύμνο μεσονυκτικό χωρίς πληθυντικό,
αποζητώ, στα χείλη μου ν' ανέβει,
που να μιλά γιά έρωτες και ονειρικές νυχτιές,
μακριά από μίσητα και πάθη.
Και, όταν η Πούλια φτάσει αρκετά ψηλά,
θε νάρθει η Χαραυγή από το χέρι να με πιάσει,
και να με οδηγήσει μακριά
από των ονείρων τις επάλξεις,
μέσα από ένα ξύπνημα  αυγινό,
γεμάτο Αυταπάτες,
ενώ, η ζωή σαν δίσκος μουσικής απ' τα παλιά,
σ' ένα πικ- απ σαράβαλο ξανά,
αμέτρητες στροφές θα πάρει...

**
Όλα, καλά καμωμένα

Στης ψυχής τα σοκάκια,
ο δυνάστης καιρός κυβερνά τις αισθήσεις....
Στιγμές χαρακτηρισμένες Ισόβιες,
χαρμολύπες και στεναγμοί αφυπνίζονται
και με μιάς, επανέρχονται στου μυαλού τις κυψέλες.
Το μυαλό αυτομάτως φωτίζεται
και γράφει λέξεις στο νερό,
ενώ συγχρόνως, πετροβολάει τα πηγάδια.
Ανάμεσα σε Αλήθεια και Ψέμα,
απλώνεται ένα πέπλο από μετάξι διάφανο,
που σχεδόν φαντάζει Αόρατο,
χωρίζοντάς τα γιά πάντα!
Στην άκρια του δρόμου,
ένας γυάλινος πύργος ορθώνεται
και μέσα του,
στοιχειωμένο της νιότης το φάντασμα,
ενώ στης πολίχνης την απέναντι άκρια,
δεσπόζει, της Αγάπης το Τέμενος!
Όλα, καλά καμωμένα
κι από πάνω ένας Θεός που φχαριστιέται,
γιατί  Αύριο η Αναστημένη ζωή,
θα τραβήξει το δρόμο της με άλλα αισθήματα
και με διαφορετικές προσεγγίσεις!


***

Θλίβομαι


Μπήκα στης ζωής το Αρχοντικό,
από μιά Πύλη δύσκολη,
την ώρα που ο Ουρανός καθρεφτιζότανε
στης λίμνης τα νερά
και ο ΄Ηλιος, Λαμπερός και Καυτερός,
πάνω από την Γη...μειδιούσε!
Γλυκολαλιές στ' αυτιά μου αντιβουϊζανε,
ενώ, ένα αγέρι απαλό ανάδευε
χλόες και κιτρινόφυλλα,
στης ποταμιάς την άκρη!
Τύχη Καλή, Τύχη Αγαθή,
μ' ευτύχησαν στου δρόμου μου την απλωσιά,
με Αξιοπρέπεια να απολαύσω,
όλες μου τις αισθήσεις!
Όμως, ο Χρόνος ο Αγέραστος
που μου άσπρισε την κεφαλή,
φύτεψε στην ψυχή μου ένα πελώριο αγκάθι,
καθώς, από το φιλάνθρωπο ημίφως των ματιών μου,
βλέπω πράγματα αλλόκοτα κι απίστευτα
και με τ' αυτιά μου ακούω υποσχέσεις, ικεσίες και φωνές,
που έχουν συγκεκριμένο χρόνο λήξης!
Και, όσο γιά το δόλιο το Καλό,
κουβέντα πιά δεν γίνεται,
αφού από παντού ακούγεται...ένα Ανελέητο ΟΧΙ !

***
Είναι η ώρα


Ξημερώνει πάλι μιά λιόλουστη μέρα,
όπως κι όλες οι άλλες τούτου τ' Απρίλη!
Τη θάλασσα μπολιάζει ένας ήρεμος ρυθμός,
ενώ, ένα Αγιοπερίστερο πεταρίζει αμέριμνο
πάνω από το κλάμα της νύχτας
και στον ουρανό,
τα άστρα χαλαρώνουν το φως τους,
καθώς ο  Ήλιος προβάλλει πλατύγελος...
Είναι ώρα να συμπονέσουμε αυτούς τους ολίγους,
που συνεπαρμένοι από το θυμό τους,
καταδικάζουν την Ιστορία
σκληρά και ανετάκλητα
και να συμπαρασταθούμε στον φτωχό Ποιητή,
που ξενύχτησε πάλι απόψε
επάνω από τις λέξεις του
γιά να φιάξει ένα ποίημα,
που κανεις δεν θα το διαβάσει ποτέ.
Είναι ώρα,
των ματιών μας τη λύπη να κατευνάσουμε,
ώρα,γιά να γιατρέψουμε κάθε φόβο και πάθος
και με μπογιές ανεξίτηλες,
να ζωγραφίσουμε το καινούριο μας όνειρο.

****
Γιά μια μπουκιά γλυκό ψωμί

Από το βαθύ το χάραμα
ως της νυχτιάς τη θάμπη,
έφτασα να στέκω με σιωπή,
μπρος σ' ένα σωρό συντρίμμια,
λες και σκουπίδια γίνανε,
από αλύπητες σφυριές!
Πάγωσα στη φρίκη του αλλαλαγμού
και στον τριγμό των δέντρων,
που έμοιαζαν πιότερο με βλαστημιές,
παρά με αγκομαχητό παιδιών,
που πάσχιζε το χιόνι να πλακώσει...
Και, είναι η θλίψη μου βαθειά,
γιατι μαράθηκαν κρίνοι, ρόδα γιασεμιά,
κι όλο μοιρολογώ τους άφτερους
κι αυτούς που αντρειωμένοι βρίσκονται
στης μάνας Γης  την παγερή αγκάλη,
μιάς και θυσίασαν σώμα και ψυχή
γιά δυό μονάχα πικροελιές

και μιά μπουκιά γλυκό ψωμί!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου