Αργά τραβάν το διάβα τους τα σύγνεφα, αργά, σα γέρικα καράβια-τραβάν, σαν ιστιοφόρα πού για το στερνό ταξίδι τους μπαρκάρουνε προς τη Μπατάβια.
Κι είν’ ως μιά θάλασσα γκριζόμπλαβη
χι ως πινελιές αλλοτινού κάποιου Σεπτέμβρη,
κι είναι ωραία και μελαγχολικά
σαν ερωμένη πού στον κάτω κόσμο θέ να σ' εύρει.
'Από 'να-δυο ανάερα παραθύρια τους μια δέσμη αχτίδες χύνονται, φεγγίζουν Θέ νά 'ναι του Θεού τά φωτοδάχτυλα; Μακάρι! Δες, τα φύλλ' απ1 τις ελιές θροΐζουν.
Θροΐζουν, ψιθυρίζουνε τα δέντρα σύγκορμα.
Τι γλύκα του χινόπωρου το δείλι!
Ποθώ πετάγματα ψηλά, μα τα πεντάγραμμα
του Χτες άλλη έχουν γλύκα, σα χαϊδεύουνε τα χείλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου