Παρτέρια, φοινικόδεντρα μικρά, καναπεδάκια,.
πουλιά, γεράνια, γιασεμιά,
γερόντισσες, παιδάκια...
Χινόπωρου απόγιομα στο ήσυχο μουράγιο-
φθορά, ερημιά — σα λείψανα μπρατσέρας
στο καρνάγιο.
Μία χούφτα βάρκες στο νερό λικνίζονται, χορεύουν.
Τα Πέντ'Αδέρφια από ψηλά
το Μπούρτζι αγναντεύουν...
Το Παλαμήδι σιωπηλό, στο βράχο ριζωμένο,
φωνές ακούει μυστικές,
στο χτες λησμονημένο.
Σπίτια παλιά κουρνιάζουνε στα πόδια του, σοκάκια,
πού τον αίώνιον ύπνο τους κοιμούνται,
σαν κεράκια
πού ξεχασμένα στη σιωπή της εκκλησιάς καπνίζουν
κι οι μαυρισμένοι αρχάγγελοι στο τέμπλο
τ' ατενίζουν.
Και σαν οι στέγες τυλιχτούν στης νύχτας τό μαγνάδι,
φανάρια θαμποφέγγουνε στους δρόμους,
σαν το υφάδι
του αργαλειού όπου οι ψυχές λευκούς κεντούν χιτώνες,
στου Άδη τους ατέλειωτους και σκοτεινούς
χειμώνες.
Και σα χτυπήσει το παλιό της εκκλησιάς ρολόι
μεσάνυχτα, μες στα στενά γλιστράει
τ' αρχοντολόι
του Εικοσιένα των ηρώων, σεργιάνι πάει, καβάλα,
στα καλντερίμια όπου ή ψιλή σιγοθρηνεί
ψιχάλα...
Ναύπλιο, Νοέμβρης '91
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου