Καθισμένος σε μια σκαλιστή πολυθρόνα
ξεσκόνιζες με λεπτομέρεια ένα-ένα
τα συρτάρια της μνήμης.
Στοίβες χαρτιά προσεκτικά βαλμένα,
μέσα σε διάφανα ντοσιέ
να καταγράφουν ύψη, ορειβασίες,
φτερά, πετάγματα,
πτώσεις, βροχές, αέρηδες,
θαλασσοταραχές, πληγές.
Κι οι λέξεις κατακόκκινες,
πνιγμένες μες στο αίμα της αλήθειας,
λευκές για να ανθίσουνε στο χώμα της ψυχής.
Βαμμένες πάντα οι νύχτες σου μ’ ατέρμονες ανατολές,
με παιχνιδίσματα ονείρων που χάιδευαν τις μουσκεμένες αντοχές
και γέμιζαν με άνθη το στόμιο του κενού.
Ένα αηδόνι φτερούγισε άξαφνα στο δωμάτιο.
Ίδια η φωνή του όπως τότε, που το πρωτάκουσες
σε ‘κείνον τον δικό σου βράχο,
να ψέλνει, να λαλεί
να τραγουδεί τη μέθη.
Δάκρυσες καθώς καθάριζες τη σκόνη
κι από την τελευταία λέξη ενός ποιήματος.
Ένα χρυσό μελτεμάκι φύσηξε απ’ το γαλάζιο παραθύρι.
Σηκώθηκες και στάθηκες για λίγο κοιτώντας πέρα, πέρα μακριά…
“Ω! Θολός που φαίνεται ο ουρανός με καθαρές τις λέξεις”, ψιθύρισες,
ενώ το αεράκι ανέμιζε το δάκρυ στον ορίζοντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου