Δεκαεννιά ανατολές δεμένες
ήλιοι αιχμάλωτοι μεσούρανα
ήλιοι κι΄ ανατολές
Τριανταπέντε μαύρα πουλιά
πάνω απ’ το προσκεφάλι σου μάνα
να γνέθουνε κεντήματα λευκά
λευκά σαν την ελπίδα
να στρώνεις με υπομονή,
να γέρνεις να κοιμάσαι
κι’ ας μην κοιμήθηκες ποτές
κι’ ας πάντα καρτερούσες!
Συγνώμη μάνα που δε γύρισα
μα ‘πρεπε να φτύσω το θάνατο, για να ζήσω
το χρωστούσα αυτό το φτύσιμο μάνα
βλέπεις έβραζε ακόμα μέσα μου η ευχή σου
Συγνώμη που δε γύρισα
όπως μου είχες πει
ν’ ανταμωθούμε εκεί, στα κρίνα της αυλής σου…
Χαμογέλασε μάνα,
ένα κρίνο ακόμα στολίζει τον ουρανό της αυλής μας
το ξερίζωσε μια σκοτεινιασμένη ψυχή με μια σφαίρα,
μα ούτε που φαντάστηκε πως θα το φύτευε
κατ’ ευθείαν στον ουρανό σου,
για να χαίρεσαι για το λευκό της ψυχής του
που το πότισες γονατιστή με το δάκρυ σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου