Ο γίγαντας που με καρτέραγε
χαμογελούσε
-Πως είχε κουμπωμένο το πουκάμισο
δε σ' ενοχλούσε;
Που τον απάντησα πρόθυμος φάνηκε
να με φιλέψει
-Σφιχτά πως έκλεινε τις άδειες χούφτες του
το 'χες προσέξει;
Ό,τι περίσσευε αμέσως το 'κοβε
και το πετούσε
-Κι ό,τι του έλειπε απλά το άρπαζε
και δε ρωτούσε.
Στενό το πέρασμα, δύσβατη κι άγρια
ετούτη η θέση
ετούτη η θέση
-Πώς έτσι η άγνοια της ιστορίας
σ' έχει παιδέψει!
Ήλιε μου πρόβαλε, φτερούγες μέσα μου
να ξεδιπλώσω
-Πάνω απ' τα πέλαγα με το ξημέρωμα
θα σ' ανταμώσω.
Γλάρε λευκόφτερε, ποια η αλήθεια μου
και ποιο το ψέμα;
-Δες πως ενώθηκαν όλα τα χρώματα
μέσα στο ένα.
Κι ο γίγαντας που με καρτέραγε
κάπου στη σκέψη;
-Ο φόβος ήτανε κι όλη τη δύναμη
σου είχε κλέψει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου