Σελίδες

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Φέτος / Βαίτση- Βάκρου Αλεξάνδρα

Πως να φυτέψω κρινανθούς 
στους αμμόλοφους της άγονης ερήμου 
παρμένους από την λευκόχρωμη ψυχή σου. 
Διαμαρτυρία, στην όψη των κορυφογραμμών
από την φωνή της δικής μου ψυχής, πως, 
διασχίοντας βατότοπους να φτάσει. 
Για τα λουλούδια που μαραίνονται 
προτού το δειλινό σιμώσει. 
Για τ΄ άδικο που μεσουρανεί
στων ασπάλαθων τα δάση. 
Για την αγάπη που οδηγιέται 
στης Αχερουσίας τον καημό
απ΄ όσους χωρίς αγάπη αργοπεθαίνουν.
Φέτος, με την μορφή σου συναντήθηκα 
που την οδύνη μου απαλύνει. 

Επιτάφιος

Οι αστυνομικοί την τάξη 
Οι έφηβοι τα εξαπτέρυγα 
Οι ιερείς τα ευαγγέλια 
Οι προεστοί τις εικόνες
και ο τρελός του χωριού 
πάντα τον ξύλινο σταυρό 
στην πλάτη

Κάποιος σου εμπιστεύεται τον ύπνο του

Ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος σου
δὲν ἔχεις νὰ φροντίσεις τὸν ὕπνο κανενὸς
δὲν ἔχεις τὴν ὑποχρέωση ν ἀφουγκραστεῖς
τὴ ρυθμικὴ ἀνάσα του
νὰ διαφυλάξεις τὰ ὄνειρά του
νὰ διατηρήσεις τὸ σκοτάδι ὑγρὸ καὶ φιλικὸ
σὰν τὰ τοιχώματα τῆς μήτρας
ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος
δὲν ἔχεις τὴν εὐθύνη νὰ σκεπάσεις τὸν ἄλλο
νὰ κρατήσεις τὰ νῶτα του καλυμμένα
τοὺς ἐφιάλτες τοῦ μακριὰ
δὲν ἔχεις νὰ μοιραστεῖς μαζί του
τὸ λιγοστὸ ἀέρα τῆς κάμαρης
τὰ ἱδρωμένα σεντόνια καὶ τὰ βαριὰ σκεπάσματα
τὴ σειρήνα τοῦ ἀσθενοφόρου
στὶς τρεῖς ἡ ὥρα τὸ πρωὶ
τοὺς θορύβους ἀπὸ τὰ ἔπιπλα
ποὺ χρόνια τώρα οἱ γείτονες
μετακινοῦν πάνω-κάτω
ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος
ἔχεις ν ἀντιμετωπίσεις
τὴν ἀϋπνία χωρὶς σύμμαχο
τὸν φόβο τοῦ θανάτου καταπρόσωπο
τὴν ἀφόρητη νοσταλγία τῶν ἡμερῶν
που ξαγρυπνούσες στὴ σκοπιά
φυλάγοντας τὸν ὕπνο ἐνὸς ἀγνώστου.

Δαββέτας Νίκος (βιογραφία)

Ο Νίκος Γ. Δαββέτας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε το 1981 από το περιοδικό "Διαγώνιος" της Θεσσαλονίκης. 
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι ποιητικά βιβλία, μία συλλογή διηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, Ισπανικά αλλά και στις κυριότερες ευρωπαικές γλώσσες. 
 Το 2010 τιμήθηκε για το βιβλίο του "Η Εβραία νύφη" με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. 

Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά:"Partisan Review", "Agenda", "Waves", "Modern Poetry in Translation", "Erythia". 

 Από το 1992 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

εργα του:

(2013) Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη, Μεταίχμιο
(2009) Η Εβραία νύφη, Κέδρος
(2006) Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Κέδρος
(2004) Το θήραμα, Κέδρος
(2002) Ιστορίες μιας ανάσας, Κέδρος
(1999) 15 Οκτωβρίου 1960, Κέδρος
(1999) Η μυστική ταφή της Ελεονώρας Τίλσεν, Κέδρος
(1995) Το κίτρινο σκοτάδι του Βαν Γκογκ, Κέδρος

Τελευταία κατοικία

Δε θα πεθάνω σ' αυτό το σπίτι
την πόρτα δε θα χρειαστεί να σπάσετε
για να με βρείτε πεσμένο στο λουτρό
ή δίπλα στο τηλέφωνο, με τη φωνή παγιδευμένη
μες στον αέρα που τελειώνει

από εδώ περαστικός σαν το χιονιά
προσωρινός όσο κι ο ίσκιος της λεύκας
αδιάφορος όπως κι ο άραβας γείτονας
που κουδουνίζει στη σκάλα τα κλειδιά του.


Δε θα πεθάνω σ' αυτή την κάμαρη
δε θα σας φέρει ως την εξώπορτα
η μυρωδιά της σήψης.

Όπου κι αν πάω, όπου κι αν σταθώ
στο σπίτι που έχτισες στην άμμο κατοικώ

την άνοιξη κλαδεύω τα δέντρα του
το φθινόπωρο τη στέγη του επισκευάζω
στην πρώτη του μορφή ανέπαφο το διατηρώ
όταν υποχωρήσουν οι τοίχοι στο νερό


ας γίνει ο υγρός μου τάφος.

Τσαμίδα Μαρία (μικρή αναφορά)

Η Τσαμίδα Μαρία γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Διοίκηση Οικονομίας. Ζει και εργάζεται στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης.

Ξένα ρούχα

Έντυσα την ψυχή μου η τρελή 
Ένα βουνό από ρούχα 
Όλα μουντά και χειμωνιάτικα
Για να την προστατέψω. 
Τα περισσότερα από αυτά 
Δεν ήταν καν δικά μου....
Μα η ψυχή μου η μικρή 
Το μόνο που ζητούσε 
Ήταν να κολυμπάει γυμνή 
Μέσα σε τούτο κορμί 
Που τόσο αγαπούσε!

Σαραντάκου - Θαλάσση Χρυσούλα (μικρή αναφορά)

Η Σαραντάκου - Θαλάσση Χρυσούλα ποιήτρια και συγγραφές έχει γράψει τα παρακάτω έργα:

  • ΜΑΝΗ......ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΕΚΕΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
  • Γραμματείς και Φαρισαίοι. Σάτιρα και άλλα ποιήματα
  • ΑΙΔΗΨΟΣ. ΕΞΙΤΗΡΙΟ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
  • ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΥΛΩΝ Σατυρικό


Λευτεριά

Έχεις τον ήλιο μέτωπο 
τη Δάφνη για κορώνα 
το γιο του Λιόντα στην καρδιά!
Αστροπελέκια οι φούκτες σου,
θωριά τον Παρθενώνα, 
ω, των Ελλήνων Λευτεριά!
Σπίθες πετούν τα χνάρια σου
κι είν΄  η λαλιά σου θούρια, 
αστραπόβροντη η ματιά, 
πελάη, κάμπη, απτοκορφές
σ΄ανιστορούν αιώνια
ω, των Ελλήνων Λευτεριά!

Κυκλάμινο

Μες στην ψυχή μου είχ΄απλωθεί 
του Φθινοπώρου η ώχρα 
κι ήρθες κυκλάμινο απαλό
κι είδα την επλίδα μου ν΄ανθεί
της θλίψης αποδιώκτρα
μ΄έκανες πάλι να γελώ

Σ΄εσένα (απόσπασμα)

Εσύ που της ψυχής τη λαμπάδα 
κρατάς αναμμένη 
δε γύρω σου......
Πόσα σβησμένα κεριά.
Το χρέος σου κάνε, 
η φλόγα δεν πρέπει κρυμμένη 
βα ζεσταίνει μονάχα
τη δική σου καρδιά....

......

Πτώση

Στένεψε τ΄ανθρώπου η καρδιά
ασμίκρυνε, χαλνάει 
κι η αγάπη όντας απλωσιά
ζητώντας, δε χωράει.

Πλειοδοτώ....Μ΄αναισχυντιά
ωρυέται και κομπάζει 
σ΄ όποινε δώσει πιο πολλά 
αυτός μόνο χωράει. 

Στήνει σ΄ ανάφταστο θρονί
το Εγώ της φουκωμένο
θωρεί τους άλλους και θερρεί 
το όλο ξηφλημένο.

Θεέ μου, είναι στ΄ αλήθεια κατάντια
πτώση βαριά, μεγάλη
νεκρή σπορά σε κράνια ερημιά
ζόφος, καπνιά, αιθάλη.

Πόλεμος

Σέρνοντας τη φρίκη 
απ΄τα μαλλιά 
ο γιος του τρόμου 
ξέφρενος ουρλιάζει 
δίψα του αιμάτου 
στη θολή ματιά 
στο καύκαλο τ΄ ανθρώπου
η λύσσα του φωλιάζει

Το τέρας πέταξε τη μάσκα του / Ψαλίδας Δημήτρης


 Σαράντα χρόνια σαν ξυπνώ,
τρώω δυο φέτες βούτυρο με μέλι σε ψωμί,
και πίνω ένα φλιτζάνι γαλλικό.
Με άρωμα φουντούκι.
Φοράω πράσινο ζιβάγκο,
κι από μέσα ένα πουκάμισο
γαλανό, κολαριστό.


Μ’ αρέσει με τα πόδια να γυρνώ στους δρόμους της Αθήνας,
να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους της πρωτεύουσας
και με τα άγχη της ζωής.
Αυτό το πράγμα είναι η ζωή μου,
ο σκοπός της ύπαρξης μου.
Ανάμεσα τους να γυρνώ
μοιράζοντας χαμόγελα μαζί με υποσχέσεις.


-Πώς είστε σήμερα αγαπητή κυρία;
Του γιου σας ετοιμάζουμε το μέλλον,
να γίνει λαμπρός μηχανικός.
-Κι εσείς καλέ μου κύριε;
Ξεκουραστήκατε στις διακοπές;


Τους πόθους  τους μαθαίνω και τους γεμίζω με ψέματα πολλά.
Αρκεί να μ’ αγαπούν κι εμπιστοσύνη να μου δείχνουν.
Δικό τους παιδί να με λογιάζουν,
άνθρωπο που δουλεύει για την πάρτη τους,
και το συμφέρον τους κοιτάζει.


Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.

Κι εσείς που ακούτε αυτήν την ιστορία,
γιατί τα κάνω όλα αυτά θ’ αναρωτιέστε.
Γιατί να κάνω τα χατίρια στον κάθε πικραμένο
γιατί να τον αφήνω άβουλο και γελασμένο;
Μ’ ένα παράδειγμα θα σας το πω:

Άλλος ανοίγει  τα παράθυρα να μπεί το άρωμα του γιασεμιού,
το μήνυμα της άνοιξης,
απλόχερα να απλωθεί σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού.
Να μπερδευτούν οι μυρωδιές,
με της κουζίνας τις οσμές,
και το χαμόγελο να ‘ρθεί στα κουρασμένα πρόσωπα.

Μα όχι εγώ.
Τα κουρασμένα πρόσωπα,
σκυφτά τα θέλω εγώ.
Κι ανέχομαι μονάχα
της άγνοιας το χαμόγελο τα χείλη να κοσμεί.
Δεν έχει χώρο στο μυαλό μου η χαρά.
Στη λογική μου δεν χωρά.

Παραθυρόφυλλα φροντίζω ν’ αφήνω ανοιχτά,
ανάμεσα τους ελεύθερα να περπατεί,
όποιος γνωρίζει πως να φτάσει ως εκεί.
Όποιος γνωρίζει μυστικά που μόνο εγώ γνωρίζω
και που ποτέ δεν τα ‘πα φωναχτά.

Για ίδια λάθη δεν τιμωρούνται όμοια όλοι.
Εγώ φροντίζω γι’ αυτό.
Τις ίδιες ευκαιρίες δεν πρέπει να ‘χουν όλοι.
Εγώ φροντίζω και γι’ αυτό.

Κι αυτά συμβαίνουν φανερά,
διόλου κρυφα δεν είναι.
Και μη ρωτάτε πως τα καταφέρνω- σας είπα ήδη.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.


Μα πάνε τρία χρόνια
που ιδρωμένος είμαι σαν ξυπνώ.
Καθώς φτιάχνω τον καφέ μου,
διαβάζω τις φυλλάδες διαγώνια κι επιφανειακά,
κι όλο σκοντάφτω σ’ αισθήματα πρωτόγνωρα.

Μόλις τη μάσκα πέταξα
κι άφησα το τέρας να φανεί.
Μόλις τις χάρες έκοψα,
και τα γλυκόλογα μου γίναν απειλές,
κι οι απειλές διατάξεις.

Όλα τα ψέματα που είχα πει, χάθηκαν μονομιάς.
Απ’ την επιδερμίδα των ανθρώπων σβήστηκαν,
άτσαλα και βιαστικά,
και πίσω τους άφησαν κενά,
άσχημα και μεγάλα.
Και στην τραχιά τους όψη δεν αντικρίζω πια χαμόγελο.

Το χαμόγελο αν φύγει,
η θλίψη θα έρθει  να συμπληρώσει το κενό.
Τα φοβισμένα πρόσωπα στενάχωρα θα κυνηγάνε
του γείτονα τη φτώχεια να κάνουνε δική τους.
Κι έτσι απλά,
αυτοί με φόβο κι εγώ με σιγουριά,
όμορφα θα ζήσουμε τις άσχημες ζωές τους.
Έτσι νόμιζα.

Ποτέ δεν υπολόγισα της αμφισβήτησης τη δύναμη,
που σαν αρχίσει στις φλέβες να κυλά,
χείμαρος γίνεται
και νέα ορμή τους δίνει.
Ποτέ δεν υπολόγισα πως τόσο μικρές κουκίδες
μπορούν να ενωθούν και γίγαντας να γίνουν.
Κι εγώ φοβάμαι τους γίγαντες.
Γι’ αυτό τους τιμωρώ αλύπητα σαν πα να ενωθούν.

Κι έτσι φτάσαμε στο τώρα.
Ένα οργισμένο τέρας
κόντρα
στο πάθος για ζωή,
στον χείμαρο της αμφισβήτησης.
Ένα φοβισμένο τέρας
κόντρα
σ’ ένα γίγαντα
που παλεύει να σηκωθεί.

Ποιος θα νικήσει;

ο φόβος είναι στο αντίπαλο στρατόπεδο / Ψαλίδας Δημήτρης

Ψηλά το κεφάλι.Ψηλά τη γροθιά
Θα το πούμε ξανά για να το καταλάβετε.
Όταν θα μας παίρνετε τις δουλειές και θα μας αφήνετε ανέργους,
όταν θα μας παίρνετε τα σπίτια και θα μας αφήνετε άστεγους,
όταν θα μας αφήνετε να πεθάνουμε έξω απο ένα νοσοκομείο γιατί δεν έχουμε ένα 20ευρω,
όταν θα μας λέτε να κοιτάμε τη δουλειά μας και να έχουμε σκυμμένο το κεφάλι,
όταν θα μας σπρώχνετε και με τα δυο σας χέρια στην “αυτοκτονία”,

Εμείς θα σφίγγουμε ψηλά τη γροθιά μας,
θα κρατάμε γερά τους συντρόφους μας αγκαζέ,
θα φωνάζουμε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μας.............................

Σπάζοντας την κλειδαριά στου μυαλού τη φυλακή / Ψαλίδας Δημήτρης

I
Με πλησίασε χαμογελαστός.
Ανυπομονησία, κυνισμός κι αμηχανία
στριμώχτηκαν στο πρόσωπο του.


«καλησπέρα φίλε μου,
απόψε θα υποφέρεις»


Σαν άκουγα τη φράση τούτη,
μηχανικά πυροδοτούνταν αντιδράσεις
στο μυαλό και στην καρδιά μου.


Σφιγμένα δόντια,
γρήγορες ανάσες
και ξεκινάμε.


Στο κάτω- κάτω,
για δύο πράγματα ήμουν βέβαιος.
Πρώτον, η ώρα ήταν έξι το απόγευμα.
Δεύτερον, θα υπέφερα πραγματικά.


II
Σαν πλημυρίζει πόνο το κορμί,
στ’ ομιχλώδες τοπίο των σκέψεων
βρίσκεις παρηγοριά.


Το μυαλό δουλεύει εντατικά,
κατασκευάζοντας
της λύτρωσης την κρύπτη.
Το μέρος που τίποτα δεν σ’ αγγίζει,
εκεί που ο χρόνος σταματά.


Θυμάσαι μοναχά,
έντονα και καθαρά,
αυτά που σε στιγμάτισαν.


Τα παιδικά σου χρόνια.
Το αγαπημένο σου κορίτσι.
Το πρώτο δάκρυ ενοχής
που μούσκεψε το μαξιλάρι σου.


Στις αναμνήσεις βουτηγμένος,
χαμογελάς,
και συνεχίζεις.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Αέναη η τροχιά μου



Αέναη η τροχιά μου ανάμεσα από τους τρυφερούς μου πόθους
Αιώνες ταξιδεύουν σαν αλήτες ,μακριά από ελπίδες κι ηδονές
Σαν το καράβι που απλώνεται στον ωκεανό έρχεται η σκέψη σου και με μεθάει
Μελωδικά ηλιοβασιλέματα πολύχρωμα πρωινά μ ένα νεύμα ανέμου χαράζει η μορφή σου
Φίλησε με
Φίλησε με τώρα
Οι νύχτες ανατρεπτικά μηνύματα γνέθουν σε νεφελώματα ονείρων
Μαζί
Μαζί σου
Λάμψη ξαφνική κεραυνού ή φάρου που ασταμάτητα λικνίζεται στο βράχο της αγάπης μου για σένα 
Αμαρτωλές καμπύλες ίχνη παντού το χάδι σου
Θανατηφόρες ανάσες ηδονής πλέκουν τις ηλιαχτίδες στη μέρα μου
Πύλες απόρθητες επιθυμίες του νου που μάγεψαν
Ανυποψίαστα αθόρυβα σε λαχταρώ
Έλα
Έλα σε μένα
Στην ενοχή του φοβισμένου κρύβω τον πόθο μου για σένα
Ασίγαστη ορμή οι σκέψεις μου χείμαρροι ορμητικοί που με πονάνε
Θέλω να καις 
Θέλω να κάψεις και να φωτίσεις όλα τα μονοπάτια που μαρκάρισαν το μπλαβί του ουρανού στο κορμί μου.
Πάρε 
Πάρε με 
Άρωμα γιασεμιού η σκέψη μου για σένα
Σε συντροφεύει κι αναρωτιέσαι
Χάιδεψε τον βασιλικό σου
Μη
Μη σταματάς
Να σεργιανίσω σε φλεγόμενους γαλαξίες που καρφώθηκαν στο κορμί σου ,ανίκητος καημός
Σε ονειρεύομαι γερμένο σ ένα φθαρτό σύνορο καθρεφτίζοντας πνιγμένες σιωπές
Φέρε μου να πιω απόψε
Λιώνει ο πάγος εξαργυρώνοντας το εισιτήριο της προσμονής
Δεν μου λείπεις Στη διαδρομή της πνοής σου, ποτίζω το νυχτολούλουδο μου, οι ευωδιές του να σε κουρσέψουν....


Να ΄μαι λοιπόν πάλι ανάμεσα σας!!!!



Να ΄μαι λοιπόν πάλι ανάμεσα σας!!!!
Μ έναν θίασο χωρίς ηθοποιούς.
Μ ένα θέατρο χωρίς αυλαία και θεατές, ω Θεοί της νύχτας που είναι οι θεατές άραγε!!!!
Σιωπή.
Αντίτιμο εισιτηρίου δεν υπάρχει.
Το ταμείο είναι σκοτεινό λες και είχαν πεθάνει τα αστέρια απόψε.
Μα που πήγαν οι ευγενικές κυρίες με τα πονεμένα πόδια που μας συνοδεύουν και μας οδηγούν στη θέση μας?
Μοναξιά λοιπόν. 
Οι σκοπευτές πήγαν στις πηγές πλέναν τα χέρια τους ως νέοι Πιλάτοι και τρέχουν κρύβοντας το ρυθμό από το βάδισμα τους.
Καθάρια ακροδάχτυλα σαν το βλέμμα των μωρών .
Ηδονή θαμμένη στη γη.
Σκάβουν πανάρχαιες αξίες.
Τη φωτιά φωνάζουν, τη φλόγα την είδε κανείς σας?
Σιωπή.
Κάποια μούσα κοιμάται δίπλα σου και συ με την ακροστιχίδα του βλεφάρου σου τρομαγμένη την κοιτάς.
Ερωτηματικά αναγνώρισης σου στέλνει.
Ροχαλητό απομάκρυνσης.
Κινήσεις θυμού.
Δεν την γνωρίζεις.
Ούτε τον γήινο Θεό που μέχρι και φτερά του φόρεσες και τον λάτρεψες κάποτε αναγνωρίζεις.
Ακόμη και στον ρυθμό του ύπνου του λογαριάζει λογαριασμούς χωρίς λογισμούς.
Κι εσύ σε μια σκηνή θεάτρου.
Μονολογείς μονάχα με την σκέψη σου και διαβάζεις, διαβάζεις σαν τον λαθραναγνώστη της σκέψης των άλλων σαν τα βιβλία που ξεφύλλιζες στο παζάρι των ιδεών.
Και κολλάν οι λέξεις στο κορμί σου.
Και έρχονται πλημμύρες ψάχνεις που νάναι η πηγή των χυμών σου κι αναρωτιέσαι από πότε έχεις να ξεδιψάσει.
`
Αφού απόψε βρέχει ,αύριο στο ξημέρωμα θα έχουμε εξέγερση.
`
Αισθάνεσαι ένα χάδι όταν οι μουσικές οι στίχοι και οι ερμηνείες ερεθίζουν την σκέψη σου.
Μα δεν ακούς μη ξυπνήσει ο απέναντι.
Μα δεν μιλάς μην ενοχληθεί το στεφάνι σου.
Και τότε εκεί κάπου στη διαδρομή[ακόμη και το συναπάντημα ξαφνικό ήταν, πότε σε πήδηξα πότε κοιμόσουν δίπλα μου ούτε το κατάλαβα σκέφτεσαι]των πέντε χιλιομέτρων ,τα νέα χωματουργικά έργα άραγε φταίνε ή το φαινόμενο του θερμοκηπίου ,ποιος ξέρει άραγε ,σε εκείνα τα μέτρα της παλάμης σου η πηγή στέρεψε κι η χούφτα σου άδεια πάλι.
Κι εκείνοι οι παραπόταμοι που αρχικά ήταν ορμητικοί με διάθεση εξέγερσης και ηδονής, ξεροπόταμοι μεταφερνόντουσαν, σκορπίζοντας φόβους και αδιαφορία.
`
Ποιος είναι ο γκρεμιστής και ποιος ο χτίστης.
`
Θυμάσαι? Ένα βλέμμα σε μια τυπική κατά τα άλλα συνάντηση .
Σαν εκκρεμές στον άδικο χρόνο αισθανόσουν κι όταν το βλέμμα μεταμορφώθηκε σε λόγου μελωδία τη στιγμή του αποχαιρετισμού σου ψιθύρισε με φωνή αγγέλων`` χάραξες το κορμί μου σ εκείνο το πρωινό``.
Τότε ένιωσες την άσπρη τρίχα της ψυχής σου να απλώνει και να πλημμυρίζει την ύπαρξη σου.
`
Φίλοι μου καλοί ,φίλοι αγαπημένοι.
Φίλοι της οθόνης και της σιωπηλής λογικής .
Οι κουρτίνες σε λίγο θα τραβηχτούν από ένα αόρατο χέρι κι εμείς θα τρομάξουμε από τον θόρυβο στα σκαλιά της νύχτας.
Καληνύχτα.
Αντί για κορμιά χαϊδεύουμε, πλήκτρα.
Αντί για το μπέρδεμα της πνοής ψάχνουμε το ψέμα που κρύβεται στην τάχα αλήθεια.
Αντί το πλημμύρισμα της ηδονής .
Αντί 
Αντί
Υπάρχει σωστό ή λάθος που αντί ρούχου φόρεσα απόψε το χάδι σου?
Κι ας βαδίζει γυμνή η ψυχή μου στο βρόχινο θόρυβο της πόλης.
Έμπνευση είναι ο Θεός κι ο Έρωτας σου φωνάζω.
Έμπνευση και δημιουργία .
Συμπάθα με για απόψε.
Όχι από έρωτα
Από μοναξιά τρελαίνεται ο άνθρωπος...