Σχίζει τότε την πλάτη της θάλασσας
μαύρο καράβι, πολύπαθο
–διπλωμένα πανιά και βγαλμένο κατάρτι–
κι όμως δίπλα τους δένει, ανεπαίσθητα
γδέρνει στις άκριες τη λευκή τους γαλήνη
Κάποιος ναύτης κουπάς, σαν έμεινε μόνος,
της θάλασσας έγειρε,
κι η μορφή του ριπίδιασε του ψαρά την εικόνα
όμοια αιώνες πολλοί, που ομορφαίνουν παράταιρα
σαν τους σβήσουν οι άχρωμες μέρες
τρυφερά αγκαλιάζονται και μικραίνουν, σε έναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου