Σελίδες

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Η εμμηνόπαυση της ύαινας (απόσπασμα)

Θὰ μποροῦσες κάθε μέρα νὰ φεύγεις
ἀπὸ τὸν ἴδιο μεστὸ ἀπόηχο τῆς πόρτας
ἀπὸ τὸ ἴδιο σκυφτὸ μονοπάτι
ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιστροφὴ μακριὰ
κάθε μέρα θὰ μποροῦσες νὰ φεύγεις
– βεβιασμένα σαφῶς
μὲ τὴν ἡμίγυμνη ζωή μου
στὰ χέρια σου νόμος καὶ λήθη
μέσα σὲ τοῦτο τὸ λατρεμένο σκοτάδι
ποὺ κάποιο στόμα σου αἱρετικὸ καὶ ἀκοινώνητο
μὲ βάπτισε ὀρθόδοξα ἀγάπη…
Θὰ μποροῦσες κάθε μέρα νὰ φεύγεις, λοιπὸν
μὲ τὴν καρδιά σου κρεμασμένη στὸ ψυγεῖο
μ’ ἐκεῖνα τὰ μάτια τὰ ἀκοπίαστα στυγνὰ
καὶ τὰ τσιγάρα σου βαθιὰ στὸ σακάκι
τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔστρωνα δυὸ πιάτα στὸ τραπέζι
καὶ θὰ σοῦ ἔδινα ψωμὶ γιὰ νὰ σοῦ πῶ
ὃ ποιεῖς ποίησον τάχιον κι ἐσὺ ξανὰ
νὰ μὴν μὲ καταλαβαίνεις
ἔτσι ὅπως ἁπλὰ καὶ ἄφοβα
κάθε μέρα θὰ μποροῦσες νὰ φεύγεις
γιὰ τὴν ἴδια πιστὴ προδοσία…
Μὴν μιλᾶς·
ἥσυχα ἄσε τὶς λέξεις
μέσα μας πιὰ νὰ πεθάνουν.

*
Απόψε δὲν ἤθελε πολλά·
οὔτε πειράματα
οὔτε συνθήματα
οὔτε ἐπίμαχες ἰδέες.
Σήκωσε μόνον τὰ μανίκια
συγκράτησε μιὰν ἔκφανση παλαιὰ
στερέωσε καλὰ τὴν φρεναπάτη
γέμισε ὣς ἐπάνω τὴν ἔλλειψη
κίτρινο φῶς καὶ φερομόνη
καὶ στωικὰ περίμενε
μιὰ ἀνεδαφικότητα
ρέπουσα βαρέως στὸ διπλανὸ ὄνειρο
συζητήσιμη, διαλλακτικὴ
στὰ ἄγραφα – κυρίως – ποιήματα.
Κι ἔπειτα, πῆγε ξανὰ
καρφὶ καὶ ριζώθηκε
ἔναντι στὸν ἥλιο
τῶν ἀνησύχων ἀνθρώπων
καὶ μητρικὰ προσευχήθηκε
σὰν μιὰ φιλεύσπλαγχνη γιὰ ὅλα μοναξιὰ
ποὺ σῆμα ἐπὶ κινδύνου
στοὺς αἰῶνες θὰ ἐκπέμπει.

*
Ο, τι δὲν ἔζησες
ἡ συντροφιὰ ποὺ δὲν περπάτησες
ἀνελλιπῶς σὲ νοσταλγεῖ
καὶ σὲ θυμώνει ἀκόμα·
οἰκόσιτο πλάσμα ἡ μοναξιὰ
δὲν ἤξερες, λές, δὲν κατάλαβες
τὸ κατ’ οὐσίαν τῶν ἀσήμαντων πραγμάτων
τὸ λίαν συντόμως τῶν ἀνθρώπων δὲν διανοήθηκες ποτὲ
πόσο στὰ λίαν προσεχῶς μπορεῖ νὰ εἶναι
κι ὁ πυρετὸς ἔπαψε πιὰ νὰ σοῦ θρέφει τὰ χέρια
καὶ τὴν φιλάσθενη χαρά σου τὴν πολεμοχαρῆ
ποὺ μὲς στὰ φαρμακεῖα μαθαίνεις πιὰ νὰ πυρπολεῖς
 δύο γιὰ νὰ ξυπνήσεις, τρία γιὰ νὰ κοιμηθεῖς
καὶ τέσσερα πρὸ πάντων γιὰ ν’ ἀντέξεις
οὔτε μιὰ πίστη τὸ κορμί σου δὲν χωρᾶ
οὔτε μιὰ ξέρα
μόνο μιὰ σφαῖρα στὴν ψυχὴ ἀνατριχίλα
μία ἀσώματη πληγὴ νὰ ἐκπαιδεύεις.
Μὰ τί περίμενες κι ἐσὺ
ἔτσι ὅπως αὐτόχειρα σὲ χόρτασε ὁ Ἔρωτας
πάνω σὲ θάλασσες, κρεβάτια καὶ αὐλὲς
– σὰν παραμύθι ποὺ σὲ ἄφησε
καὶ τ’ ἄφησες στὴν μέση –
καὶ πῆγε καὶ σὲ ξέρασε
μιὰ νύχτα βουλιμίας στὸν νιπτῆρα…

*
Ηταν ὀνείρου βρυχηθμὸς καὶ νύχτα
– μιὰ νύχτα ποὺ ἔπεφτε πάντα γιορτὴ
καὶ πάντα φθίνουσα Τετάρτη·
ὕποπτα κορμιὰ
νὰ μᾶς κυκλώνουν χώματα οἱ φίλοι
ράθυμα καὶ ἀφοριστικὰ καὶ πολυκαιρισμένα
– αὐτοφυὴς ἀπόγνωση ποὺ ψάχνει ἐπιστάτη.
Σὲ σκάρτο οὐρανὸ ἐσὺ
φεγγάρι ἀνήσυχα θαμπὸ καὶ τροχισμένο
σὰν νύχι ἀδέσποτου σκυλιοῦ
ἐπάνω σὲ σκουπίδια καὶ ἀγάπες
νομοτελειακῶς νὰ περιττεύεις
ἀπ’ τὸν ἐκπολιτισμένο τους κίνδυνο
κι ἐγὼ τσιμέντο καὶ ὑφέρπουσα ἐνοχὴ
νεόδμητο στερέωμα
γι’ ἁμαρτωλοὺς καὶ τρελαμένους.
Καὶ ἀπὸ τότε ἡ ζωὴ
ὀρθογραφημένος πανικὸς
σὲ πρόχειρες ἠλεκτρικὲς ἐγκαταστάσεις
ὅλο σὲ κάποιο λεξικὸ μὲ παραπέμπει
θαρρεῖς καὶ τόσο τακτικὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι.

*
Όχι. Δὲν εἶναι Κυριακή.
Οὔτε μεσάνυχτα συμβαίνει νὰ εἶναι.
Ὑπάρχει ἐμπεριστατωμένη φασαρία
καὶ ἐκλογικευμένος συναισθηματισμός.
Καμμιὰ παράδοξη βροχὴ δὲν πέφτει.
Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ποιητικὰ
τὰ αἱμάτινα δὲν συντρέχει πλέον.
Δορυφόρος τῆς Γῆς ἁπλῶς τὸ Φεγγάρι
σώματα οὐράνια αὐτόφωτα τ’ ἀστέρια
ποὺ παιδιόθεν λαχταρᾶς
καὶ κάποιοι ἄνθρωποι στενοὶ συγγενεῖς
προσωρινοὶ συνάδελφοι σ’ ἑορτές καὶ σὲ κηδεῖες.
Κανένας λόγος σοβαρῆς ἀνησυχίας.
Κι εσὺ θὰ εἶσαι πάντα ἐκεῖ ποὺ εἶσαι
γιατὶ ἐγὼ ἀγάπησα νὰ εἶμαι ἐδῶ.
Καὶ δὲν πονάω. Κύτταξέ με.
Δὲν πονάω.
Δακρύζω ἀπὸ ἄποψη καὶ μόνον.
Εἶναι πιὰ τὰ μάτια μου ἀκρυλικὰ
καὶ δὲν σᾶς λυπᾶμαι.
Μὴν ἐμπιστεύεστε τοὺς ξένους.
Ζητῆστε τὰ ἀντικαταθλιπτικὰ τῆς μάννας σας
ὅσο σκύλα κι ἂν εἶναι.

*
Ν’ ἀγκαλιαστοῦμε βαριὰ καὶ τιμημένα
ἀπροσδιόριστα νέοι
γηγενεῖς μετανάστες
σὲ χῶρες ποὺ συχνάζουν οἱ βροχὲς
κι ὀνειρεύονται σὲ γκρίζες λιμνοθάλασσες·
τὰ πιὸ γερά μας ροῦχα νὰ ἐνδυθοῦμε
νὰ πάρουμε μαχαίρια καὶ θυμὸ
καὶ μὲ φιλὶ στεγνὸ στὸ μέτωπο
σὰν νὰ σημαίνει ἡ ὥρα τοῦ πολέμου
γιὰ μιὰν ἀπεριόριστη φορὰ
θεοὶ κι ἐμεῖς στὸν κόσμο νὰ βγοῦμε
ἀσύλληπτοι, ἀντικανονικοὶ
καὶ νὰ ποῦμε μπορῶ
σὲ ἕναν ἀγύρτικο ἔρωτα
σὲ μιὰ γύφτισσα λύπη
σὲ ἕνα ἀπίθανο κάτι…
καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ
καὶ ὅλα ἂς γίνονται λάθος – μὲ τὸ μυαλὸ
στὸ πουθενὰ τῶν ἀνησύχων τῶν ἐδῶ
καὶ τὴν ἐλπίδα μας
σ’ αὐτοῦ τοῦ τίποτα τὴν ἔμπειρη τὴν βάση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου