Σελίδες

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Το αγαπημένο παιδί ης μοναξιάς






ΜΗ Μ’ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ

Σέ αὐτή τή στενή πραγματικότητα κλεισμένος
ποιό ἄλλο θέμα μοῦ ἀπομένει νά ἐξαντλήσω
ἐκτός ἀπό ἐσένα;
Ἀσφυκτικά μέ κατοικεῖς καί
ἴσως τελικά νά μή φταῖς ἐσύ
πού ἀπελπιστικά ὁμοιοκαταληκτεῖς
μέ τήν «ἀπουσία».

Σέ πετάω στούς τοίχους
καί μοῦ ἀνοίγεις ρωγμές.
Σέ λέξεις ἄγνωστες σέ ὀργανώνω
καί σέ σκορπίζω πάνω σέ χαρτιά.
Μέσα στά συρτάρια σέ σπρώχνω
καί τά κλειδιά καταπίνω.
Στήν ἀπομόνωση σέ βάζω
καί σέ κόβω ἀπ’ τίς φωτογραφίες.
Στό σῶμα μου
ἀκόμα προσπαθῶ νά ξεθωριάσω
τά ὕστατα ἀποτυπώματά σου.
Μέ πόνο σέ τραβῶ ἀπό τίς ἀναμνήσεις
καί σέ σκοτώνω.
Καί στόν ὕπνο μου
σέ φωνάζω «ἀγάπη μου».

Μά δέν ὑπῆρχες.
Δέν ὑπάρχεις.
Καί - κυρίως - δέν σέ χρειάζομαι.
Δέν σέ χρειάζομαι…
καί τό ράγισμα τῆς φωνῆς μου στό σημεῖο αὐτό
ὑπ’ ὅψιν σου νά μήν τό λάβεις.
Καί ὡς ἀδυναμία
νά μή μοῦ τό χρεώσεις.
Ἕνα ἀδέσποτο παιδί συλλογίστηκα
πού μοῦ φέρνει κάθε μέρα χαρτομάντηλα.
Δέν εἶμαι λυπημένος, λοιπόν, πού φεύγεις.
Πῶς θά μποροῦσα, ἄλλωστε
ἀφοῦ ποτέ δέν εἶχες ἔρθει;

Μιά μέρα θά κυκλοφορῶ μέ φτερά
ἀπό τά ἀποκόμματα τῶν ἐφημερίδων
πού ἔγραψαν γιά τήν ἐλευθερία
καί θά ψάξω νά σοῦ μιλήσω
γιά τήν ἐπικίνδυνη συνήθεια πού ἔχω
νά ὀνειρεύομαι
ἕνα κίνητρο γιά τή ζωή
καί μιά ὑστεροφημία γιά τόν θάνατο.

Μ’ ἀκοῦς;
ἥ μήπως σκέπασαν τίς αἰσθήσεις σου
οἱ σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων;


Στό ἱστορικό μου νά διαγράψεις ὁριστικά
τή σκοτεινή ἔνδειξη
«Καταθλιπτικός».
Ἐπιπόλαιη διάγνωση, βλέπεις.
Μέ τοῦτο μονάχα νά τήν ἀποκαταστήσεις:
«Ὀνειρόπληκτος».
Καί μέ ἀποσιωπητικά νά τή συνοδεύσεις.
Νά μή στέκει ἐκεῖ ἔξω δίχως συντροφιά.
Σά νά ἔχει - τάχα
καί κάτι ἄλλο πάντα νά σοῦ πεῖ.

Σέ παρακαλῶ…
μή μ’ ἀφήνεις νά ξεχάσω.

=========================== Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Τό πρόσωπό μου
σ’ αὐτή τήν ξεχασμένη κι ἀπ’ τή ζωή φωτογραφία
- μήν κοιτᾶς.
Δέν εἶμαι ἐγώ.
Κι ἄν πάλι εἶμαι
τό ἀτσαλάκωτο τῆς ἐπιφάνειάς του
πιά δέ μοῦ ἀνήκει…

Τότε
τά χείλη μου ἀγνοοῦσαν
τῆς προδοσίας τή στυφή τή γεύση.
Καί γιά τήν ἀγάπη εἶχαν μόνο νά σοῦ ποῦν.
Τώρα
μέ στίχους δύστροπους
πού ἔμαθαν νά χάνουν λίγο-λίγο τό νόημά τους
σέ ταλαιπωροῦν.
Σέ κουρασμένα ὄνειρα
δέν περίμεναν νά λογοδοτήσουν.
Οὔτε γιά τή θνητότητα τῶν λέξεων
νά διαμαρτυρηθοῦν…

Ὄχι, ψυχή μου.
Δέν θλίβομαι γιά ὅλα αὐτά.
Μόνο πού μ’ ἐκεῖνο τό ἴδιο παράφορο πάθος
δέν πρόκειται ποτέ νά σέ φιλήσουν
- θλίβομαι.

Τότε
τά μάτια μου δέν εἶχαν δεῖ
τήν ἀκαριαία πτώση τοῦ Ἔρωτα
στό ἄγονο ἔδαφος τοῦ χρόνου.
Τά φτερά μου τσακισμένα
ἀπ’ τό βάρος τῶν ψευδαισθήσεων
δέν φαντάστηκαν.
Κι ἀλήθεια –
τήν ὀδυνηρή εἰκόνα ἑνός ἀποχαιρετισμοῦ
νά τή γνωρίσουν, δέν πίστευαν.
Τότε
ἡ φλόγα τῆς ἐλπίδας ἔκαιγε ἀκόμα μέσα τους
ἀνυποψίαστη
γιά τόν χειμῶνα πού θά τήν πάγωνε
μέχρι καί τήν τελευταία της σπίθα.
Τώρα
ταξίδια στάσιμα σέ βαλτωμένες θάλασσες καί -
καί δύσβατα λιμάνια
μονάχα τά στοιχειώνουν.

Ὄχι, ψυχή μου.
Γιά ὅλα αὐτά δέν θλίβομαι.
Μόνο πού μ’ ἐκείνη τήν ἴδια ἀκλόνητη πίστη
δέν πρόκειται ποτέ νά σ’ ἀντικρύσουν
- θλίβομαι.

Στ’ αὐτιά μου
δέν εἶχε φτάσει ὁ ἀπόηχος τέτοιας ἀπόγνωσης˙
ἀπ’ τῶν ἀνθρώπων τήν φλύαρη τήν κράση
τόση σιωπή συσσωρευμένη δέν ἄκουσαν ποτέ
καί οὔτε γιά τῆς ψυχῆς τό παρακάτω
ἀντέχουν πιά ν’ ἀκούσουν…

Τό πρόσωπό μου, λοιπόν
σ’ αὐτή τήν φωτογραφία πού δείχνει νά μοῦ μοιάζει
- μήν κοιτᾶς.
Ἄτυχη στάθηκε πολύ.
Ἔτσι ἀνέφικτα ὅπως μέ ἀπο-θανάτωσε…

========================== Η ΚΑΡΕΚΛΑ

Περασμένα μεσάνυχτα
κι ὅλα τά περασμένα τῆς ζωῆς μου ἀναλογίζομαι.
Μ’ ἐκεῖνο τό βαρύ τό αἴσθημα
τοῦ ἀδιέξοδου πόνου
πού ὥς τό τέλος θέλει νά συνοδεύει
τά ἀδικοχαμένα τῆς καρδιᾶς μας τά χτυπήματα…

Ἀφοῦ τίποτα δέν ζῶ ὅπως ποθοῦσα
θά πεθάνω – σοῦ τό λέω - ὅπως θέλω˙
μ’ ἕνα ἤρεμο χαμόγελο στά χείλη
καί δύο χέρια πού ἄγγιξαν πολλά
μά τήν ἀπώλεια σωστά θά τή θυμοῦνται…

Ἐσύ
δέ ξέρεις πῶς εἶναι νά μιλᾶς
σέ μιάν ἄδεια καρέκλα ἀπέναντί σου
πού δέν γνώρισε ποτέ τήν χρηστικότητά της˙
καί κάτω ἀπό τήν ἡμιμάθεια αὐτή
ἐξακολουθεῖ νά γεμίζει σιωπηλά
τήν ἀγαπημένη μου γωνία στό σαλόνι.
Ἀδιάφορα πράγματα ἐπάνω της
τυγχάνει κι ἀκουμπῶ.
Μήπως καί κάτι ἀπ’ τό κενό πού νιώθει
γιά λίγο ἀναπληρώσω…

Σέ ποιό δρόμο, ἄλλωστε, νά ψάξω
νά σέ φέρω ἐδῶ μπροστά της
γιά νά τῆς συστήσω τήν αἰτία της;
Ἀπό ποιό μακρινό ὄνειρο καί ξένο
νά σέ τραβήξω ἔξω
γιά νά χωρέσεις στή δική της
οἰκεία καταθλιπτική πραγματικότητα;
Ἔτσι ὅπως ἀπάνθρωπα ἐνηλικιώθηκα
μέσα ἀπ’ τήν ἀσυγχώρετη φυγή σου…

Τήν ἀπόλυτη μοναξιά αὐτῆς τῆς καρέκλας
δέν πρόκειται νά καταλάβεις.
Καί σημασία πιά δέν ἔχει.
Παρά τό ὅτι
ἄψυχη κι αὐτή σάν ἐσένα.
Μά πιό πολύ κοντά μου ἀπό ἐσένα.
Καί λέξεις
ἐκτιμῶ ἀπίστευτα πού δέν διδάχτηκε
τήν πρόσκαιρη ἀγάπη της νά μοῦ τάξει.
Καί γιά τίποτα ὄμορφο νά μέ πείσει πιά μπορεῖ.

…Ξημερώνει.
Ὄχι. Κι ἄλλο φῶς
δέν θά ἀφήσω νά τήν πληγώσει.
Τήν ἀπερισκεψία σου δέν θά ὑποστεῖ.
Καί τή φωνή τοῦ παλιατζῆ ἀναμένω ν’ ἀκούσω
γιά νά βγῶ νά τήν παραδώσω
μαζί μέ την ὑπόσχεση νά ἐπιστρέψεις
πού ἐπιτυχῶς λησμόνησες νά τηρήσεις.
Σέ τέτοια λάθη
μόνο ἡ εὐθανασία τούς ἀξίζει…
Καί μέ μάτια πρησμένα
τήν τελευταία μου ἀλήθεια τῆς φωνάζω:
« Ἄν ὁ Ἰουδας δέν ἦταν προδότης
ὁ Χριστός δέν θά περνοῦσε στήν ἱστορία ».

Σοῦ τό εἶπα;
Ἀνεπανόρθωτα ἐνηλικιώθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου