Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα στο σπίτι τ’ αλμυρό, σιμά σε λάκκο.Μια μαντιλοδεμένη μου ‘φερε νερό, μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την.Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη πραγματικά και μέλη εμποτισμένα στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει· «μπορείς να ‘ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα». Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο να με κοιτάει από ‘να κάδρο. Αφήνω την εντροπή και γύρεψα να πάρω τη μάνα μου ο δόλιος απ’ την Τροία.«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη, «τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω; Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη που την ομπρέλα της κρατεί».Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι που γαντοφορεμένο, ραδινό σε καναπέ ακουμπούσε· αλλά τι περιμένεις;Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα.Πάλι καλά που μ’ άφησε και μπήκα στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα. Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει. Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό να ‘χω την άδειά της να ξανάβλεπα την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου