Στήθηκε μια εξέδρα και καιρό μετά
Από την ίδια πλατεία περνώντας
Τα ίδια ίσως περιστέρια
Και μπορεί τα ίδια παιδιά να τα τάιζαν πάλι
Έβαζαν γιρλάντες, προβολείς έστηναν
Το συντριβάνι στο κέντρο της πλατείας πλανήτης μικρός
Καθαρό από πεταγμένα τσιγάρα και στοιβαγμένες προτομές
Εκείνο το βράδι μουσικές θα ακούγονταν
Και φορτηγά αδειάζαν ηχεία και τραγουδίστριες και εισχώρησα περιμένοντας
Ήσυχα τις προετοιμασίες κοιτάζοντας
Το αόρατο να φανεί από τα στόματα στις αφίσες
Ανοιγμένα στόματα, περάσματα ανάμεσα από δόντια δίχως συνοχή λέξεις
Τόσων ανθρώπων που μαζεύονταν, τρώγοντας μαύρο ψωμί και κρέας
προβάτων
Πίνοντας μπίρες, αγορασμένα όλα από καντίνες των γύρω οδών
Αυτό το βουητό της συνέλευσης να ζαλίζει, να κινούνται όλα τα γύρω
Και Σάββατο των ψυχών
Μέσα στη θέση τους να στέκονται, ματαιότητας κληρονομιά,
χοροί να φεύγουν, χοροί να έρχονται
Σάββατο των ψυχών
Στο βουητό ανάμεσα προσπέρασε
Η όμορφη που όμορφη ήταν και τότε
Όταν ο Munch να περπατάει στη γέφυρα τη ζωγράφισε
Στις ζωγραφιές οι γυναίκες δε μεγαλώνουν
Πρόλαβα να φωνάξω bella ciao.
(Κομμάτια "Από Πρόσφατα Όνειρα Που Δε Ξεχάστηκαν Ακόμα" Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ '06)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου