Και τη μισήν αυλή του από ‘να μέροςπου δε φαινότανε άλλοτε μια πέτρα τηςθωρούσε με τα μάτια του τυφλά.Το θάμα ήτανε στ’ όνειρο, αλλά μισό κι αυτό.Γιατί όπως ήταν κάτω από κληματαριάκαλού γειτόνου κι έβλεπε προς την αυλήτ’ αγαπητού σπιτιού του, πώς να προχωρήσειπου ‘χανε στήσει γλέντι και χορόστην απλωσιά της κάτι ξένοι.Και τον κοιτούσανε όλοι, το πηγούνι τουςσηκώνανε κατά τον ουρανόκαι σημαδεύανε συνέχεια όχι.Μιαν άλλη φορά πάλι τα κατάφερεκαι μπήκε από σκισμή τ’ ονείρου του στο σπίτι.Βγαίνοντας στην αυλή του απ’ την καμάρατη βρήκε την Τουρκάλα που έβγαζε νερό.Ούτε που σκέφτηκε να τη ρωτήσει το γιατί.Μονάχα πήρε τη γνωστή του μαντιλιάτην ουρανιά και σκούπισε το πρόσωπό του.Εκείνη γύρισε αθόρυβα, χωρίς μιλιάκαι κάνει κάπως έτσι (κίνηση χεριών)σάμπως να του ‘λεγε «δε φταίμ’ εμείς,και δηλαδή τα βρήκαμε, δεν τα πειράξαμε.Τι να σου κάνω; Αν θέλεις κόπιασε να φάμε».Αυτά σημαίνουνε, Κυριάκο, είπε στον ποιητήο άνθρωπος που μπήκε στην αυλή τουπως δε θα πάμε πίσω στο χωριό μας.Ναι, είναι τραγικό, μα κάλλιο να το ξέρουμεπαρά να ζούμε στο σκοτάδι αλλιώτικης ελπίδας.Ζύγωσα στ’ όνειρό μου κάμποσες φορέςτο σπίτι μου και στ’ όνειρό μου βρήκατον τρόπο να διασπάσω τη γραμμή –πήγα πετώνταςίσαμ’ εκεί, το είδα ως δε θα το ‘βλεπασ’ ειρηνικούς καιρούς και μετρημένους.Αλλά συνέχισε πως κάποιοι τον μποδίζαννα μπει, τον αποτρέπανε: «Σαν έφτανα ως εκείνα προχωρήσω εκείνοι δε μ’ αφήνανε.Κι ούτε να φύγω πάλι το μπορούσα.Έξοδος δεν υπήρχε στ’ όνειρό μουκι άλλο δεν είχα παρά να ξυπνήσω».Ο ποιητής τον άκουσε με προσοχήκαι χαμογέλασε με λόγια μετρημένα.Αν την Αμμόχωστο, είπε, την αφήκαμεμέσ’ απ’ τα χέρια μας να ξεγλιστρήσει,μια μέρα θα την πάρουμε στα σίγουραμε όρους ταπεινωτικούς∙ αυτό είναι αλήθεια.Να ξέρεις τούτο μοναχά: Ή τη βλέπειςκαι να την πάρεις δεν μπορείς στα ίσιαή δεν τη βλέπεις κι έχεις την ψευδαίσθησηπως τηνε βλέπεις, επειδή έτσι φαίνεται.Αυτό είναι το χειρότερο. Κοίτα, σα να ‘ναιοι φύλακες εκεί και σ’ εμποδίζουννα μπεις μες στα λαγούμια της ανάμνησης,απαγορεύουνε θαρρείς τη δίοδοακόμα και στο πέταγμα του νου.Ωστόσο το φτωχό σου το χωριό Άρδανα,πλαγιά Πενταδακτύλου, ας το ζαλίσουμε,κυρ Τόμπυ, στο κρασί της Ιλλυρίας.Ας πιούμε στην υγειά του, όσο κρατείστους ώμους του την Οικουμένη ο Άτλαντας.Γιατί ο καιρός περνά κι η φύση χάνεται.Η θάλασσα που τώρα λιώνει στο μετάξισαν αύριο θα γενεί θεριό, φυλάξου.Τότε μπορεί κι εγώ να τρελαθώκαι συ να μπεις στο σπίτι το δικό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου