ε΄
Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο και σηκώνομαι.
Θέλω να μείνω μα στο δωμάτιο μπαινοβγαίνουν πουλιά:
οι παλιές σου αγάπες.
Τα μισώ αυτά τα πουλιά, τα ζηλεύω,
αν μπορούσα θα τα’ πνιγα μ’ ένα μου ποίημα.
Φεύγω όμως και τ’ αφήνω να κουβαλάνε
χώμα και άχυρα, να χτίζουν
στις μασχάλες σου τις φωλιές τους.
Το βράδυ δαγκώνεις πάλι τον ύπνο μου.
Δεν συμβαίνει τίποτε, μόνον
που τα όνειρά μου κυκλοφορούν με σημάδια.
Κι ο κόσμος ρωτάει συνέχεια πώς και γιατί.
θ΄
Έρχεται η νύχτα και μεταμορφώνεσαι.
Όχι αφύσικα κι εξωπραγματικά,
σε δέντρο, ας πούμε, ή σκληρό
σαξόφωνο.
Ένα σκυλί του δρόμου γίνεσαι
με μαδημένο τρίχωμα και τσακισμένη ουρά·
ενώνεσαι με τ’ άλλα τα αδέσποτα
να ζήσεις λίγες ώρες σκυλοσύνης.
Σαν ξημερώνει κι όλα επανέρχονται,
καθένας στη δικιά του τέχνη δηλαδή,
παίρνεις ξανά τη θέση σου στο οινόπνευμα.
ια΄
Δουλεύεις τον χερόμυλο και σε θαυμάζω.
Τώρα αλέθεις επιδέξια τα δόντια μου,
εκείνα που στρογγύλευαν το ταυ.
Προηγήθηκαν βέβαια τα κουμπιά
ενός λευκού μου πουκάμισου,
κάτι μεγάλες, αμήχανες σιωπές,
ο δείκτης και ο μικρός του αριστερού χεριού
και όλες φυσικά οι υποσχέσεις.
Κατά τα άλλα είμαι αρτιμελής
και δεν παραπονιέμαι.
Έχουν δει και χειρότερα τα μάτια μου
στα ποιήματα.
ιγ΄
Εδώ και μέρες χτυπά το τηλέφωνο.
Αν το σηκώσω, λέω, θα’ σαι εσύ.
Πάλι μ’ αυτή την τρελή ιστορία
για τα σημεία των καιρών
και για τα τέρατα.
Πάλι μ’ αυτό το ανυπόφορο τέλος,
πως πέθαναν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν την αντέχω πια τη φαντασία σου.
Γι’ αυτό κάθομαι ασάλευτος στην καρέκλα
και κάνω πως κοιτάζω τη θάλασσα.
Γι’ αυτό αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά μου.
Σαν τα φτερά του πετεινού μες στα θεμέλια.
ιστ΄
Πριν συμβούν όλα αυτά
το τοπίο ντυνόταν στο δέρμα σου.
Μπαίναν τα μάτια μου από παντού,
σαν σαρκοβόρα των θερμοκηπίων.
Με τον καιρό με θέλησες τυφλό.
Τώρα σκάβω με νύχια στα βαθιά,
σαν τυμβωρύχος έρπω μες στις λέξεις.
Θάφτηκαν τα κτερίσματα στις επιχωματώσεις.
Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο και σηκώνομαι.
Θέλω να μείνω μα στο δωμάτιο μπαινοβγαίνουν πουλιά:
οι παλιές σου αγάπες.
Τα μισώ αυτά τα πουλιά, τα ζηλεύω,
αν μπορούσα θα τα’ πνιγα μ’ ένα μου ποίημα.
Φεύγω όμως και τ’ αφήνω να κουβαλάνε
χώμα και άχυρα, να χτίζουν
στις μασχάλες σου τις φωλιές τους.
Το βράδυ δαγκώνεις πάλι τον ύπνο μου.
Δεν συμβαίνει τίποτε, μόνον
που τα όνειρά μου κυκλοφορούν με σημάδια.
Κι ο κόσμος ρωτάει συνέχεια πώς και γιατί.
θ΄
Έρχεται η νύχτα και μεταμορφώνεσαι.
Όχι αφύσικα κι εξωπραγματικά,
σε δέντρο, ας πούμε, ή σκληρό
σαξόφωνο.
Ένα σκυλί του δρόμου γίνεσαι
με μαδημένο τρίχωμα και τσακισμένη ουρά·
ενώνεσαι με τ’ άλλα τα αδέσποτα
να ζήσεις λίγες ώρες σκυλοσύνης.
Σαν ξημερώνει κι όλα επανέρχονται,
καθένας στη δικιά του τέχνη δηλαδή,
παίρνεις ξανά τη θέση σου στο οινόπνευμα.
ια΄
Δουλεύεις τον χερόμυλο και σε θαυμάζω.
Τώρα αλέθεις επιδέξια τα δόντια μου,
εκείνα που στρογγύλευαν το ταυ.
Προηγήθηκαν βέβαια τα κουμπιά
ενός λευκού μου πουκάμισου,
κάτι μεγάλες, αμήχανες σιωπές,
ο δείκτης και ο μικρός του αριστερού χεριού
και όλες φυσικά οι υποσχέσεις.
Κατά τα άλλα είμαι αρτιμελής
και δεν παραπονιέμαι.
Έχουν δει και χειρότερα τα μάτια μου
στα ποιήματα.
ιγ΄
Εδώ και μέρες χτυπά το τηλέφωνο.
Αν το σηκώσω, λέω, θα’ σαι εσύ.
Πάλι μ’ αυτή την τρελή ιστορία
για τα σημεία των καιρών
και για τα τέρατα.
Πάλι μ’ αυτό το ανυπόφορο τέλος,
πως πέθαναν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν την αντέχω πια τη φαντασία σου.
Γι’ αυτό κάθομαι ασάλευτος στην καρέκλα
και κάνω πως κοιτάζω τη θάλασσα.
Γι’ αυτό αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά μου.
Σαν τα φτερά του πετεινού μες στα θεμέλια.
ιστ΄
Πριν συμβούν όλα αυτά
το τοπίο ντυνόταν στο δέρμα σου.
Μπαίναν τα μάτια μου από παντού,
σαν σαρκοβόρα των θερμοκηπίων.
Με τον καιρό με θέλησες τυφλό.
Τώρα σκάβω με νύχια στα βαθιά,
σαν τυμβωρύχος έρπω μες στις λέξεις.
Θάφτηκαν τα κτερίσματα στις επιχωματώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου