β΄
Τώρα που μίλησα τη γλώσσα της αρμύρας·
τώρα που βρήκα πως το άγνωστο μού είναι πια γνωστό
κι ότι περάσαν από τούτες τις ακτές πριν από μένα
οι δολοφόνοι, οι λειτουργοί και οι κήνσορες·
τώρα που έσβησα όλη τη μνήμη,
όλη τη λογική κι όλα τα πάθη,
ονομάζω μοναξιά τον πλησίον,
ονομάζω μοναξιά την αγάπη,
ονομάζω μοναξιά τον ήχο του νερού.
γ΄
Τώρα που γνώρισα τη γλώσσα των ανθρώπων
και είδα κάθε άνθρωπο να έχει μια γλώσσα χωριστή·
τώρα που ακούω τη φωνή του ποιητή
και είναι φωνή ανάμεσα στις άλλες
και όχι όλες οι άλλες μαζί·
τώρα που νιώθω την κτίση σαν ερειπίων σιωπή,
ονομάζω πλάνη τον κόσμο,
ονομάζω πλάνη τις αισθήσεις,
ονομάζω πλάνη τη θεϊκή χαρά.
δ΄
Τώρα που άνοιξα τις πληγές των αγίων
και είδα πως είναι σώματα φθαρτά·
τώρα που έσπασα τις σημαντρίδες
και διάβασα μηνύματα ερέβους και φωτός·
τώρα που έπαιξα όλα τα παιχνίδια
του φθόνου, της ντροπής, του Ενδυμίωνα,
ονομάζω ενοχή την αθωότητα,
ονομάζω ενοχή την ενοχή,
ονομάζω ενοχή τις τύψεις των ορίων.
ε΄
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπυ Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλλη, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου!
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.
Γ΄
Υπάρχει, λέω, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να προφέρεις πρέπει την αρχή.
Κι ο ποιητής χτυπά στις λέξεις του τη γλώσσα.
Και ο τρελός κρούει τις παλάμες του στη γη.
Κι ο ναυαγός ορέγεται τη σάρκα των συντρόφων.
Μόνο ο τυφλός, που δεν μπορούσε
θριάμβους να χαρεί ούτε και λάφυρα,
έμεινε να οσμίζεται του νόστου τον καπνό.
Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς
κι αυτό το σκήνος του νεκρού
ας φωτιστεί για πάντα στην οθόνη.
Τώρα που μίλησα τη γλώσσα της αρμύρας·
τώρα που βρήκα πως το άγνωστο μού είναι πια γνωστό
κι ότι περάσαν από τούτες τις ακτές πριν από μένα
οι δολοφόνοι, οι λειτουργοί και οι κήνσορες·
τώρα που έσβησα όλη τη μνήμη,
όλη τη λογική κι όλα τα πάθη,
ονομάζω μοναξιά τον πλησίον,
ονομάζω μοναξιά την αγάπη,
ονομάζω μοναξιά τον ήχο του νερού.
γ΄
Τώρα που γνώρισα τη γλώσσα των ανθρώπων
και είδα κάθε άνθρωπο να έχει μια γλώσσα χωριστή·
τώρα που ακούω τη φωνή του ποιητή
και είναι φωνή ανάμεσα στις άλλες
και όχι όλες οι άλλες μαζί·
τώρα που νιώθω την κτίση σαν ερειπίων σιωπή,
ονομάζω πλάνη τον κόσμο,
ονομάζω πλάνη τις αισθήσεις,
ονομάζω πλάνη τη θεϊκή χαρά.
δ΄
Τώρα που άνοιξα τις πληγές των αγίων
και είδα πως είναι σώματα φθαρτά·
τώρα που έσπασα τις σημαντρίδες
και διάβασα μηνύματα ερέβους και φωτός·
τώρα που έπαιξα όλα τα παιχνίδια
του φθόνου, της ντροπής, του Ενδυμίωνα,
ονομάζω ενοχή την αθωότητα,
ονομάζω ενοχή την ενοχή,
ονομάζω ενοχή τις τύψεις των ορίων.
ε΄
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπυ Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλλη, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου!
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.
Γ΄
Υπάρχει, λέω, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να προφέρεις πρέπει την αρχή.
Κι ο ποιητής χτυπά στις λέξεις του τη γλώσσα.
Και ο τρελός κρούει τις παλάμες του στη γη.
Κι ο ναυαγός ορέγεται τη σάρκα των συντρόφων.
Μόνο ο τυφλός, που δεν μπορούσε
θριάμβους να χαρεί ούτε και λάφυρα,
έμεινε να οσμίζεται του νόστου τον καπνό.
Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς
κι αυτό το σκήνος του νεκρού
ας φωτιστεί για πάντα στην οθόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου