Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή,
που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να κλάψω δυνατά,
να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά,
να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους δρόμους
τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.
Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής
κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται,
χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός,
που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν και βλαστημούν,
γελούνε και δακρύζουνε.
Και κάποιος μορφινομανής,
γιος της μαντάμας της Φανής,
– σκιάχτρο και φάντασμα
χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει μπροστά τους σιωπηλά,
τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο παντελόνι του
και το πουκάμισο το τρύπιο.
Και μες τη σάλαν η κυρά,
πλημμυρισμένη από χαρά,
παίζει Μπετόβεν και Σοπέν,
πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει
στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά
να της σερβίρει κόρτε.-
|
Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη
|
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου