Τὸν ἀγάπησε γιατί εἶχε μαῦρα μάτια
Καὶ τὰ μάτια του πέταγαν σπίθες.
Τὴν ἀγάπησε γιατί μιὰ πλεξούδα χρυσὴ τῶν μαλλιῶν της
Κυμάτιζε πάνω στὸ μέτωπό της.
Σμίξανε τὰ βήματά τους
Σμίξανε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα.
Μιὰ πυρκαγιὰ τότε φούντωσε
Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσει
Παρὰ μονάχα στὴ στάκτη.
Τί ὡραῖα ὅμως ποὺ ἔτρεχαν οἱ φλόγες κατὰ μῆκος
τοῦ οὐρανοῦ.
Τί ὡραῖα ποὺ λαφυραγωγοῦσαν τὸ σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου